διδυμοτόκος: Difference between revisions
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=didymotokos | |Transliteration C=didymotokos | ||
|Beta Code=didumoto/kos | |Beta Code=didumoto/kos | ||
|Definition= | |Definition=διδυμοτόκον, [[twinner]], [[producing twins]], [[twin]], Id.''HA''573b32. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:46, 25 August 2023
English (LSJ)
διδυμοτόκον, twinner, producing twins, twin, Id.HA573b32.
Spanish (DGE)
-ον
1 que es producto de un doble parto, e.e. gemelo o pareja ἐὰν ὁ κριὸς ἢ ὁ τράγος ᾖ δ. ἢ ἡ μήτηρ Arist.HA 573b32.
2 que pare dos crías Aq.Ca.4.2, ἀγέλαι Gr.Nyss.Hom.in Cant.225.18, en usos alegór. del mismo pasaje, Gr.Nyss.Hom.in Cant.228.1, πρόβατα Basil.Hex.9.5, Sud.
German (Pape)
[Seite 616] Zwillinge gebärend, Arist. H. A. 6, 19; Long. 2, 34.
Russian (Dvoretsky)
δῐδῠμοτόκος: рождающий двойни Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δῐδῠμοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν δίδυμα, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 19. 3.
Greek Monolingual
διδυμοτόκος, -ον (AM) (Α και διδυματόκος και διδυμητόκος)
(απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + -τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενοτόκος). Ο τ. διδυμητόκος χρησιμοποιείται κυρίως στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό φωνήεν -η- οφείλεται σε μετρικούς λόγους (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)].