διάτιλμα: Difference between revisions
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=διά-τιλμα, ατος, τό, <i>n</i> [[τίλλω]]<br />a [[portion]] plucked off, Anth. | |mdlsjtxt=διά-τιλμα, ατος, τό, <i>n</i> [[τίλλω]]<br />a [[portion]] plucked off, Anth. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>das [[Zerrupfte]]</i>; φύλλων, zerrupfte [[Blätter]], Paul.Sil. 41 (VI.71). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:47, 24 November 2022
English (LSJ)
ατος, τό, portion plucked off, φύλλων AP6.71 (Paul. Sil.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
porción arrancada plu. διατίλματα ... φύλλων de una corona AP 6.71 (Paul.Sil.).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
poil arraché, rognure.
Étymologie: διατίλλω.
Russian (Dvoretsky)
διάτιλμα: ατος τό обрывок, клочок (διατίλματα φύλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
διάτιλμα: τό, μέρος μαδημένον, μάδημα, Ἀνθ. Π. 6. 71.
Greek Monolingual
διάτιλμα, το (Α) διατίλλω
1. μέρος αποψιλωμένο, καταμαδημένο
2. αποψίλωση.
Greek Monotonic
διάτιλμα: -ατος, τό (τίλλω), μαδημένο τμήμα από κάτι, μάδημα, σε Ανθ.
Middle Liddell
διά-τιλμα, ατος, τό, n τίλλω
a portion plucked off, Anth.
German (Pape)
τό, das Zerrupfte; φύλλων, zerrupfte Blätter, Paul.Sil. 41 (VI.71).