διπλοΐς: Difference between revisions
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διπλοΐς:''' -ΐδος, ἡ, διπλό [[ρούχο]], όπως το [[δίπλαξ]], σε Ανθ. | |lsmtext='''διπλοΐς:''' -ΐδος, ἡ, διπλό [[ρούχο]], όπως το [[δίπλαξ]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ΐδος, ἡ, [[womit]] die Gramm. gew. [[δίπλαξ]] erkl., <i>ein [[doppelt]] um den Leib zu schlagender [[Mantel]]</i>, gewöhnliche [[Tracht]] der [[Zyniker]], Antip.Sid. 80 (VII.65). – Bei Hippocr. = [[διπλόη]] 2). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 24 November 2022
English (LSJ)
ΐδος, ἡ,
A double cloak, LXX 1 Ki.2.19, J.AJ6.14.2, etc.; worn by Cynics, AP7.65 (Antip. (?)).
II = διπλόη 1, Hp.Morb. 2.23.
2 abscess in horse's ear, Hippiatr.17.
Spanish (DGE)
-ΐδος, ἡ
• Alolema(s): διπλοιίς PSI 569.11 (III a.C.)
1 manto o capa doble, PSI l.c., PCair.Zen.176.253 (III a.C.), AP 7.65 (Antip.Sid.), OClaud.129.9 (II d.C.), Eus.HE 7.18.2, llevada por Samuel como vestidura litúrgica, LXX 1Re.2.19, I.AI 6.333, Origenes Engast.3 (p.285), Gr.Naz.M.36.596A, Gr.Nyss.Pss.153.3.
2 medic. diploe tejido óseo esponjoso entre las paredes de los huesos craneales, Hp.Morb.2.23, Hippiatr.17.1.
3 base, fondo de masa espesa para cierta empanada, Apic.141, 142.
French (Bailly abrégé)
ΐδος (ἡ) :
1 (s.e. χλαῖνα) manteau qu’on met en double;
2 suture du crâne.
Étymologie: διπλόος.
Russian (Dvoretsky)
διπλοΐς: ΐδος ἡ Anth. = δίπλαξ II.
Greek (Liddell-Scott)
διπλοΐς: ΐδος, ἡ, διπλοῦν ἱμάτιον, ὡς τὸ δίπλαξ, Ἀνθ. Π. 7. 65· ὁ συνήθης ἱματισμὸς τῶν κυνικῶν, πρβλ. Ὁράτ. Ἐπ. 1. 17, 25· ὑποκορ. διπλοΐδιον, Πολυδ. Ζ΄, 49. ΙΙ. διπλόη Ι, Ἱππ. 469. 10.
Greek Monolingual
διπλοΐς, η (Α) διπλούς·1. διπλός μανδύας που τυλίγεται στο σώμα δύο φορές
2. ο μανδύας τών Κυνικών
3. η διπλόη του κρανίου
4. απόστημα στα αφτιά τών αλόγων.
Greek Monotonic
διπλοΐς: -ΐδος, ἡ, διπλό ρούχο, όπως το δίπλαξ, σε Ανθ.
German (Pape)
ΐδος, ἡ, womit die Gramm. gew. δίπλαξ erkl., ein doppelt um den Leib zu schlagender Mantel, gewöhnliche Tracht der Zyniker, Antip.Sid. 80 (VII.65). – Bei Hippocr. = διπλόη 2).