δορίκρανος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 27: Line 27:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[δορί]]-κρᾱνος, ον <i>adj</i> [[κάρα]]<br />[[spear]]-headed, Aesch.
|mdlsjtxt=[[δορί]]-κρᾱνος, ον <i>adj</i> [[κάρα]]<br />[[spear]]-headed, Aesch.
}}
{{pape
|ptext=s. [[δορύκρανος]].
}}
}}

Revision as of 17:02, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐκρᾱνος Medium diacritics: δορίκρανος Low diacritics: δορίκρανος Capitals: ΔΟΡΙΚΡΑΝΟΣ
Transliteration A: doríkranos Transliteration B: dorikranos Transliteration C: dorikranos Beta Code: dori/kranos

English (LSJ)

ον, spearheaded, λόγχη A.Pers. 148 (lyr., δορυκρ- cod. Med.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête de lance.
Étymologie: δόρυ, κράνος.

Russian (Dvoretsky)

δορίκρᾱνος: v.l. = δορύκρανος.

Greek (Liddell-Scott)

δορίκρᾱνος: -ον, ὀ ἔχων κεφαλὴν λόγχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 148.

Greek Monolingual

δορίκρανος, -ον (Α)
«δορικράνου λόγχης ἰσχύς» — η δύναμη της αιχμηρής λόγχης.

Greek Monotonic

δορίκρᾱνος: -ον (κάρα), αυτός που έχει λόγχη στην κορυφή του, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

δορί-κρᾱνος, ον adj κάρα
spear-headed, Aesch.

German (Pape)

s. δορύκρανος.