δύσνοια: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[mala voluntad]], [[malevolencia]] ἐμοὶ δ. μὴ πρόσεστιν S.<i>El</i>.654, c. gen. obj. αὐτὸ μὴ δύσνοιαν ἡγήσει σέθεν E.<i>Hec</i>.973, [[ἀπιστία]] καὶ δ. Plu.<i>Demetr</i>.3, οὐ φθόνῳ μὲν οὐδέ γε δυσνοίᾳ Numen.24.64, op. [[εὔνοια]] Pl.<i>Tht</i>.151d, Ph.2.42, δ. δὲ ἐπιθυμία τοῦ κακῶς εἶναί τινι | |dgtxt=-ας, ἡ<br />[[mala voluntad]], [[malevolencia]] ἐμοὶ δ. μὴ πρόσεστιν S.<i>El</i>.654, c. gen. obj. αὐτὸ μὴ δύσνοιαν ἡγήσει σέθεν E.<i>Hec</i>.973, [[ἀπιστία]] καὶ δ. Plu.<i>Demetr</i>.3, οὐ φθόνῳ μὲν οὐδέ γε δυσνοίᾳ Numen.24.64, op. [[εὔνοια]] Pl.<i>Tht</i>.151d, Ph.2.42, δ. δὲ ἐπιθυμία τοῦ κακῶς εἶναί τινι αὐτοῦ ἕνεκεν ἐκείνου Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.97, cf. Aristeas 270, Pythag.<i>Ep</i>.7.2, Phld.<i>Lib</i>.fr.60.7<br /><b class="num">•</b>c. prep. δ. ἐς τοὺς Θηβαίους Paus.9.13.8, ἡ πρὸς Ἡρώδην δ. I.<i>AI</i> 15.169, cf. D.C.41.63.5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:35, 11 December 2022
English (LSJ)
ἡ, disaffection, ill-will, malevolence, S.El.654, E.Hec.973, Pl.Tht.151d, Plu.Demetr.3, Phld. Lib.p.29 O., etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
mala voluntad, malevolencia ἐμοὶ δ. μὴ πρόσεστιν S.El.654, c. gen. obj. αὐτὸ μὴ δύσνοιαν ἡγήσει σέθεν E.Hec.973, ἀπιστία καὶ δ. Plu.Demetr.3, οὐ φθόνῳ μὲν οὐδέ γε δυσνοίᾳ Numen.24.64, op. εὔνοια Pl.Tht.151d, Ph.2.42, δ. δὲ ἐπιθυμία τοῦ κακῶς εἶναί τινι αὐτοῦ ἕνεκεν ἐκείνου Chrysipp.Stoic.3.97, cf. Aristeas 270, Pythag.Ep.7.2, Phld.Lib.fr.60.7
•c. prep. δ. ἐς τοὺς Θηβαίους Paus.9.13.8, ἡ πρὸς Ἡρώδην δ. I.AI 15.169, cf. D.C.41.63.5.
German (Pape)
[Seite 684] ἡ, das Uebelwollen, die Abgeneigtheit; Soph. El. 644; Eur. Hec. 975; in Prosa, Plat. Theaet. 151 d u. Sp., wie Plut. Dem. 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
malveillance, hostilité.
Étymologie: δύσνοος.
Russian (Dvoretsky)
δύσνοια: ἡ неприязнь, враждебность Soph., Eur., Plat. etc.
Greek (Liddell-Scott)
δύσνοια: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, δυσμένεια, Σοφ. Ἠλ. 654, Εὐρ. Ἑκ. 973, Πλάτ. Θεαιτ. 151D.
Greek Monolingual
δύσνοια, η (Α)
δυσμένεια, εχθρική διάθεση.
Greek Monotonic
δύσνοια: ἡ (δύσνοος), εχθρική διάθεση, δυσμένεια, κακοβουλία, σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
δύσνοια, ἡ, δύσνοος
disaffection, ill-will, malevolence, Soph., Eur.