δύσφραστος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=δύσφραστος -ον [δυσ-, φράζω] moeilijk te beschrijven.
|elnltext=δύσφραστος -ον [δυσ-, φράζω] [[moeilijk te beschrijven]].
}}
}}

Revision as of 13:47, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσφραστος Medium diacritics: δύσφραστος Low diacritics: δύσφραστος Capitals: ΔΥΣΦΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dýsphrastos Transliteration B: dysphrastos Transliteration C: dysfrastos Beta Code: du/sfrastos

English (LSJ)

ον, A hard to tell or explain, mysterious, Pl.Ti.50c: generally, difficult, κέλευθα Opp.H.2.60. II Act., speaking with difficulty, γλῶσσα Ezek.Exag.114. Adv. -τως Lyc.1466.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de explicar τρόπον τινὰ δύσφραστον καὶ θαυμαστόν Pl.Ti.50c, cf. Plot.6.5.8, μυστήρια A.Andr.Gr.65.2, θέαμα Plot.6.9.10, τεκμήρια Them.Or.23.287d
neutr. plu. subst. τὰ δύσφραστα las cosas difíciles de explicar ἐπὶ τῶν δυσφράστων καὶ δυσνοήτων Zen.1.57
de una expresión difícil de pronunciar Sch.Er.Il.14.283-284
fig. difícil de distinguir κέλευθα Opp.H.2.60.
2 que habla con dificultad γλῶσσα Ezech.114.
II adv. -ως
1 enigmáticamente ἑλικτὰ κωτίλλουσα δ. ἔπη emitiendo enigmáticamente palabras enrevesadas de Casandra, Lyc.1466.
2 incorrectamente οὕτω ... φησι βαρβάρως καὶ δ. Sch.Ar.Au.1680.

German (Pape)

[Seite 690] schwer zu sagen, unerklärlich; Plat. Tim. 50 c; κέλευθα, schwer zu bemerken, Opp. H. 2, 60. – Adv., Lycophr. 1466. – Act., = schwer aussprechend, Sp.

Russian (Dvoretsky)

δύσφραστος: трудно выразимый, неизъяснимый (δ. καὶ θαυμαστός Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσφραστος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος ἢ ἑρμηνευόμενος, μυστηριώδης, Πλάτ. Τιμ. 50C· - καθόλου, δύσκολος, κέλευθα Ὀππ. Ἀλ. 2. 60. ΙΙ. ἐνεργ., μετὰ δυσκολίας ὁμιλῶν. - Ἐπίρρ. -τως, Λυκ. 1466.

Greek Monolingual

δύσφραστος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα εκφράζεται ή ερμηνεύεται, μυστηριώδης («τρόπον τινὰ δύσφραστον»)
2. δύσκολος
3. αυτός που μιλά με δυσκολία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δύσφραστος -ον [δυσ-, φράζω] moeilijk te beschrijven.