εὐρυχαδής: Difference between revisions
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui contient largement, large, spacieux.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[χανδάνω]]. | |btext=ής, ές :<br />[[qui contient largement]], [[large]], [[spacieux]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐρύς]], [[χανδάνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, (χανδάνω) wide-gaping, wide-mouthed, of cups, AP6.305 (Leon.), Luc.Lex.7.
German (Pape)
[Seite 1096] ές, breit klaffend, mit weiter, geräumiger Oeffnung, κύλιξ Leon. Tar. 14 (VI, 305); Luc. Lex. 7. Vgl. εὐρυχανής u. εὐρυχανδής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui contient largement, large, spacieux.
Étymologie: εὐρύς, χανδάνω.
Russian (Dvoretsky)
εὐρῠχᾰδής: χανδάνω широко разверстый, т. е. вместительный, емкий (ποτήριον Luc.; κύλιξ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυχᾰδής: -ές, (√ΧΑΔ, χανδάνω) μεγάλως χαίνων, ἔχων εὐρὺ στόμα, ἐπὶ ποτηρίων, Ἀνθ. Π. 6. 305, Λουκ. Λεξιφ. 7.
Greek Monolingual
εὐρυχαδής, -ές (Α)
(για ποτήρι) με πλατύ στόμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χαδής < θ. χαδ- (πρβλ. έχαδ-ον) του χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω» (πρβλ. εγ-χαδής)].
Greek Monotonic
εὐρυχᾰδής: -ές (χαδεῖν), πλατύστομος, λέγεται για ποτήρια, σε Ανθ.