θανατοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thanatoforos | |Transliteration C=thanatoforos | ||
|Beta Code=qanatofo/ros | |Beta Code=qanatofo/ros | ||
|Definition= | |Definition=θανατοφόρον, = θανατηφόρος, πάθη A.''Ag.''1176 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:10, 25 August 2023
English (LSJ)
θανατοφόρον, = θανατηφόρος, πάθη A.Ag.1176 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1186] = θανατηφόρος, Aesch. Ag. 1149.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. θανατηφόρος.
Russian (Dvoretsky)
θᾰνᾰτοφόρος: Aesch. = θανατηφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, πάθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176.
Greek Monolingual
θανατοφόρος, -ον (Α)
ο θανατηφόρος («θανατοφόρα πάθη», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + -φόρος < φέρω
πρβλ. ανθο-φόρος, καρπο-φόρος.
Greek Monotonic
θᾰνᾰτοφόρος: -ον, = θανατηφόρος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
θᾰνᾰτο-φόρος, ον = θανατηφόρος, Aesch.]