καταβάτης: Difference between revisions
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katavatis | |Transliteration C=katavatis | ||
|Beta Code=kataba/ths | |Beta Code=kataba/ths | ||
|Definition= | |Definition=καταβάτου, ὁ, [[one who dismounts]] and fights on foot, Pl.''Criti.''119b. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=καταβάτης -ου, ὁ [καταβαίνω] wagenstrijder (‘afstapper’, die afstijgt om te voet te vechten). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:47, 25 August 2023
English (LSJ)
καταβάτου, ὁ, one who dismounts and fights on foot, Pl.Criti.119b.
German (Pape)
[Seite 1339] ὁ, ein Wagenkämpfer, der auch absteigt u. zu Fuße kämpft, Plat. Critia. 119 b; Hesych. erkl. ἀπὸ τοῦ ἅρματος ἀποβάτης. S. auch καταιβάτης.
Russian (Dvoretsky)
καταβάτης: ου о катабат (боец, передвигающийся на колеснице, но иногда участвующий и в пешем бою) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καταβάτης: βᾰ, ου, ὁ, ὁ καταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἵππου καὶ μαχόμενος πεζῇ, Πλάτ. Κριτίας 119Β.
Greek Monolingual
καταβάτης, ὁ (Α) καταβαίνω
1. αυτός που κατεβαίνει από το άλογο ή την άμαξα και μάχεται πεζός («καταβάτην τε σμικράσπιδα», Πλάτ.)
2. ως επίθ. ο κατερχόμενος απότομα, ο κατηφορικός («τὸν καταβάτην ᾅδην διαβάς», Γρηγ. Ναζ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταβάτης -ου, ὁ [καταβαίνω] wagenstrijder (‘afstapper’, die afstijgt om te voet te vechten).