κυνοδρομέω: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κῠνο-δρομέω, fut. -ήσω [[δρόμος]]<br />to run with dogs, Xen. | |mdlsjtxt=κῠνο-δρομέω, fut. -ήσω [[δρόμος]]<br />to run with dogs, Xen. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit Hunden [[jagen]], [[hetzen]]</i>; Xen. <i>Cyn</i>. 6.17 ff.; übertragen, ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες, wir suchten [[einander]] auf, wie [[Hunde]] den [[Hafen]], <i>Conv</i>. 4.63. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:57, 24 November 2022
English (LSJ)
run or chase with dogs, X.Cyn.6.17: metaph., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες Id.Smp.4.63.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
chasser au chien courant, fig. suivre à la piste.
Étymologie: κύων, ἔδραμον, τρέχω.
Russian (Dvoretsky)
κῠνοδρομέω:
1) охотиться с собаками, травить Xen.,;
2) перен. гоняться, усиленно искать (τινα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοδρομέω: τρέχω ἢ κυνηγῶ μετὰ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 17 ἑξ.· μεταφ., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 63.
Greek Monotonic
κῠνοδρομέω: μέλ. -ήσω (δρόμος), τρέχω ή κυνηγώ με σκυλιά, σε Ξεν.
Middle Liddell
κῠνο-δρομέω, fut. -ήσω δρόμος
to run with dogs, Xen.
German (Pape)
mit Hunden jagen, hetzen; Xen. Cyn. 6.17 ff.; übertragen, ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες, wir suchten einander auf, wie Hunde den Hafen, Conv. 4.63.