λευκόσφυρος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux talons blancs.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[σφυρόν]].
|btext=ος, ον :<br />[[aux talons blancs]].<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[σφυρόν]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:45, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόσφῠρος Medium diacritics: λευκόσφυρος Low diacritics: λευκόσφυρος Capitals: ΛΕΥΚΟΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: leukósphyros Transliteration B: leukosphyros Transliteration C: lefkosfyros Beta Code: leuko/sfuros

English (LSJ)

ον, white-ankled, Ἥβα Theoc.17.32.

German (Pape)

[Seite 35] mit weißen Knöcheln, Ἥβη, Theocr. 17, 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux talons blancs.
Étymologie: λευκός, σφυρόν.

Russian (Dvoretsky)

λευκόσφῠρος: белоногий (Ἣβα Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

λευκόσφῠρος: -ον, ἔχων λευκὰ σφυρά, Ἥβα Θεόκρ. 17. 32.

Greek Monolingual

λευκόσφυρος, -ον (Α) (για την Ήβη) αυτή που έχει λευκούς αστραγάλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»)].

Greek Monotonic

λευκόσφῠρος: -ον (σφυρόν), αυτός που έχει λευκούς αστραγάλους, λευκά ή γυμνά πόδια, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λευκό-σφῠρος, ον σφυρόν
white-ankled, Theocr.