λυρῳδός: Difference between revisions
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λῠρῳδός:''' συνηρ. αντί <i>λυρ-[[αοιδός]]</i>. | |lsmtext='''λῠρῳδός:''' συνηρ. αντί <i>λυρ-[[αοιδός]]</i>. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[λυραοιδός]], Plut. <i>Sull</i>. 33 und andere Spätere | |||
}} | }} |
Revision as of 16:39, 24 November 2022
English (LSJ)
v. λυραοιδός.
French (Bailly abrégé)
v. λυραοιδός.
Russian (Dvoretsky)
λῠρῳδός: ὁ и ἡ стяж. = λυραοιδός.
Greek (Liddell-Scott)
λῠρῳδός: ὁ, συνῃρ. ἀντὶ λυραοιδός, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
λυρῳδός, ασυναίρ. τ. λυραοιδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με μουσική υπόκρουση λύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύρα + -ῳδός (< ἀοιδός < ἀείδω «τραγουδώ»), πρβλ. κιθαρωδός, τραγωδός].
Greek Monotonic
λῠρῳδός: συνηρ. αντί λυρ-αοιδός.
German (Pape)
ὁ, = λυραοιδός, Plut. Sull. 33 und andere Spätere