λυγμός: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λυγμός]])<br />[[σπασμός]] του διαφράγματος υπό την [[επίδραση]] ψυχικού πόνου, ο [[οποίος]] ακολουθείται από απότομη και θορυβώδη [[εξαγωγή]] του αέρα που υπάρχει στον θώρακα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[λόξυγγας]] («λυγμῷ τὴν φωνὴν ἀνεκόπη», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυγ</i>- του [[λύζω]] «έχω λόξυγγα, [[βγάζω]] λυγμό» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> ([[πρβλ]]. [[κράζω]]: <i>κραγμός</i>)].
|mltxt=ο (AM [[λυγμός]])<br />[[σπασμός]] του διαφράγματος υπό την [[επίδραση]] ψυχικού πόνου, ο [[οποίος]] ακολουθείται από απότομη και θορυβώδη [[εξαγωγή]] του αέρα που υπάρχει στον θώρακα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[λόξυγγας]] («λυγμῷ τὴν φωνὴν ἀνεκόπη», <b>Ιώσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυγ</i>- του [[λύζω]] «έχω λόξυγγα, [[βγάζω]] λυγμό» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i> ([[πρβλ]]. [[κράζω]]: <i>κραγμός</i>)].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Schlucken]]</i>, Plut. <i>Symp</i>. 3.1.3 E.; <i>Schol. Ar. Ach</i>. 690; im plur., Nic. <i>Th</i>. 434. – Auch <i>das [[Schluchzen]], [[Weinen]]</i>, Suid.
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυγμός Medium diacritics: λυγμός Low diacritics: λυγμός Capitals: ΛΥΓΜΟΣ
Transliteration A: lygmós Transliteration B: lygmos Transliteration C: lygmos Beta Code: lugmo/s

English (LSJ)

, (λύζω) A = λύγξ (B), Hp.Aph.5.3, Arist.Pr.961b9,963a38 (pl.), Nic.Th.434 (pl.), J.BJ6.2.2. II = ὀλολυγμός, Suid.; = θρῆνος, Hsch.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
hoquet.
Étymologie: R. Λυγ, cf. λύγξ².

Russian (Dvoretsky)

λυγμός:икота Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

λυγμός: -οῦ, ὁ, (λύζω) = λύγξ, (ἡ), Ἱππ. Ἀφ. 1252, Ἀριστ. Προβλ. 33. 1 καὶ 17· ἐν τῷ πληθ., Νικ. Θηρ. 434.

Greek Monolingual

ο (AM λυγμός)
σπασμός του διαφράγματος υπό την επίδραση ψυχικού πόνου, ο οποίος ακολουθείται από απότομη και θορυβώδη εξαγωγή του αέρα που υπάρχει στον θώρακα
μσν.-αρχ.
λόξυγγας («λυγμῷ τὴν φωνὴν ἀνεκόπη», Ιώσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγ- του λύζω «έχω λόξυγγα, βγάζω λυγμό» + κατάλ. -μός (πρβλ. κράζω: κραγμός)].

German (Pape)

ὁ, der Schlucken, Plut. Symp. 3.1.3 E.; Schol. Ar. Ach. 690; im plur., Nic. Th. 434. – Auch das Schluchzen, Weinen, Suid.