νηρείτης: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηρείτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νηρίτης]].
|mltxt=[[νηρείτης]], ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[νηρίτης]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, = [[νηρίτης]], Arist. <i>H.A</i>. 4.4 E. bei Bekker.
}}
}}

Revision as of 16:46, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηρείτης Medium diacritics: νηρείτης Low diacritics: νηρείτης Capitals: ΝΗΡΕΙΤΗΣ
Transliteration A: nēreítēs Transliteration B: nēreitēs Transliteration C: nireitis Beta Code: nhrei/ths

English (LSJ)

or νηρίτης [ῑ], ου, ὁ, name for several kinds of sea-snails, Arist.HA530a12, 535a19, 547b23, PA679b20.

Russian (Dvoretsky)

νηρείτης: ου ὁ v.l. = νηρίτης.

Greek (Liddell-Scott)

νηρείτης: -ου, ὁ, ὄνομα διαφόρων εἰδῶν θαλασσίων κοχλιῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 31 καὶ 8. 33., 5. 15, 16, π. Ζ. Μορ. 4. 5, κτλ.: - τὸ πλεῖστον μετὰ διαφ. γραφ. νηρίτης· πρβλ. ἀναρίτης. Ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξει νήριτος.

Greek Monolingual

νηρείτης, ὁ (Α)
βλ. νηρίτης.

German (Pape)

ὁ, = νηρίτης, Arist. H.A. 4.4 E. bei Bekker.