νεοσσίς: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br />petite poule, poulette.<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br />[[petite poule]], [[poulette]].<br />'''Étymologie:''' [[νεοττός]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοσσίς Medium diacritics: νεοσσίς Low diacritics: νεοσσίς Capitals: ΝΕΟΣΣΙΣ
Transliteration A: neossís Transliteration B: neossis Transliteration C: neossis Beta Code: neossi/s

English (LSJ)

Att. νεοττίς, later νοσσίς, ίδος, ἡ, = νεοσσίον (nestling, chick, yolk) 1, Arist. HA 559b23 ; Παφίης νοσσίς, of a girl, AP 9.567 (Antip.) ; freq. as pr. n. in Com. νοσσίδες, αἱ, name of a kind of shoe, Herod. 7.57.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite poule, poulette.
Étymologie: νεοττός.

Russian (Dvoretsky)

νεοσσίς: атт. νεοττίς, ίδος (ῐδ) ἡ маленькая птичка, пичужка, тж. курочка Arst., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσσίς: Ἀττ. νεοττίς, -ίδος, ἡ, = τῷ προηγ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 19· Παφίης νοσσὶς (ἴδε νεοσσός), ἐπὶ κορασίου, Ἀνθ. Π. 9. 567· - συχν. ὡς κύρ. ὄνομα παρὰ τοῖς Κωμικοῖς.

Greek Monolingual

νεοσσίς και νοσσίς και αττ. τ. νεοττίς, ἡ (Α)
1. μικρό θηλυκό πουλί
2. μτφ. (για πρόσωπα) μικρό σε ηλικία κορίτσι
3. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) αἱ νοσσίδες
είδος υποδημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσός + επίθημα -ις (πρβλ. νεωρ-ίς)].

Greek Monotonic

νεοσσίς: Αττ. νεοττίς, -ίδος, μεταγεν. νοσσίς, ἡ, = το προηγ., λέγεται και για κορίτσι, σε Ανθ.

Middle Liddell

νεοσσίς, αττιξ νεοττίς, ίδος, ἡ, = νεόσσιον, of a girl, Anth.]