νεώρης: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neoris
|Transliteration C=neoris
|Beta Code=new/rhs
|Beta Code=new/rhs
|Definition=ες (on the accent v. Hdn.Gr.<span class="bibl">1.72</span>), (ὄρνυμι) [[new]], [[fresh]], <b class="b3">νεώρη βόστρυχον τετμημένον</b> a lock of hair [[just cut off]], <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>901</span>; εἰληφότας φόβον νεώρη <span class="bibl">Id.<span class="title">OC</span>730</span>; ν. ψόφος Id.<span class="title">Ichn.</span>154; ἄλλο νεῶρες πῆμα Philet.1.
|Definition=νεώρες (on the accent v. Hdn.Gr.1.72), ([[ὄρνυμι]]) [[new]], [[fresh]], <b class="b3">νεώρη βόστρυχον τετμημένον</b> a lock of hair [[just cut off]], S.''El.''901; εἰληφότας φόβον νεώρη Id.''OC''730; ν. ψόφος Id.''Ichn.''154; ἄλλο νεῶρες πῆμα Philet.1.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώρης Medium diacritics: νεώρης Low diacritics: νεώρης Capitals: ΝΕΩΡΗΣ
Transliteration A: neṓrēs Transliteration B: neōrēs Transliteration C: neoris Beta Code: new/rhs

English (LSJ)

νεώρες (on the accent v. Hdn.Gr.1.72), (ὄρνυμι) new, fresh, νεώρη βόστρυχον τετμημένον a lock of hair just cut off, S.El.901; εἰληφότας φόβον νεώρη Id.OC730; ν. ψόφος Id.Ichn.154; ἄλλο νεῶρες πῆμα Philet.1.

Russian (Dvoretsky)

νεώρης: недавний, свежий (φόβος Soph.): ν. βόστρυχος τετμημένος Soph. недавно срезанная прядь волос.

Greek (Liddell-Scott)

νεώρης: -ες, οὐχὶ νεωρής, ές, Ἀρκάδ. 117. 18, Θεογνώστ. Κανόν. 45. 32· (ὥρα)· ― νέος, πρόσφατος, νεώρη βόστρυχον τετμημένον, πρὸ μικροῦ ἀποκοπέντα, Σοφ. Ἠλ. 901· εἰληφότας φόβον νεωρη ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 730· ἄλλο νεῶρες πῆμα Φιλητ. παρὰ Στοβ. 558. 36.

Greek Monolingual

νεώρης, -ες (Α)
νέος, πρόσφατος, καινούργιος («νεώρη βόστρυχον τετμημένον» — πρόσφατα, πριν από λίγο κομμένο βόστρυχο, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ώρης (< ὄρνυμι «κινώ, εγείρω»). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].

Greek Monotonic

νεώρης: -ες (ὄρνυμι), νέος, ακμαίος, πρόσφατος, Λατ. recens· νεώρη βόστρυχον τετμημένον, φρεσκοκομμένη μπούκλα μαλλιών, σε Σοφ.· φόβος νεώρης, στον ίδ.

Middle Liddell

νε-ώρης, ες [ὥρα]
new, fresh, late, Lat. recens, νεώρη βόστρυχον τετμημένον a lock of hair but just cut off, Soph.; φόβος νεώρης Soph.

English (Woodhouse)

new

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)