οὐλοκάρηνος: Difference between revisions
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />à la tête crépue, aux cheveux bouclés.<br />'''Étymologie:''' [[οὖλος]]², [[κάρηνον]]. | |btext=ος, ον :<br />[[à la tête crépue]], [[aux cheveux bouclés]].<br />'''Étymologie:''' [[οὖλος]]², [[κάρηνον]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:30, 8 January 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (οὖλος B) A with crisp, curling hair, Od.19.246. II (οὖλος A) οὐλόποδ', οὐλοκάρηνα, for ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (cf. οὐλοκίκιννα), h.Merc.137.
German (Pape)
[Seite 412] krausköpfig, Od. 19, 246. – H. h. Merc. ist οὐλοκάρηνα = ὅλα κάρηνα. Vgl. οὐλόπους, οὐλοκίκιννα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la tête crépue, aux cheveux bouclés.
Étymologie: οὖλος², κάρηνον.
Russian (Dvoretsky)
οὐλοκάρηνος: (ᾰ) οὖλος I] (о жертвенном животном) с неповрежденной головой HH.
(ᾰ) οὖλος III] с курчавой головой Hom.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλοκάρηνος: [ᾰ], -ον, (οὖλος Β) ὁ ἔχων οὔλην ἤτοι «σγουρὰν» κόμην, Ὀδ. Τ. 246. ΙΙ. οὐλόποδ’, οὐλοκάρηνα, ἀντὶ ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (πρβλ. οὐλοκίκιννα), Ὁμήρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 137.
English (Autenrieth)
(οὖλο Od. 18.2): with thick, curly hair, Od. 19.246†.
Greek Monolingual
οὐλοκάρηνος, -ον (Α)
αυτός που έχει σγουρά μαλλιά, σγουρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (ΙΙ) «σγουρός» + κάρηνα (< κάρα), πρβλ. ξανθο-κάρηνος].
Greek Monotonic
οὐλοκάρηνος: [ᾰ], -ον (οὖλος Β, κάρηνον),
I. αυτός που έχει κατσαρά, σγουρά μαλλιά, σε Ομήρ. Οδ.
II. οὐλόποδ' οὐλοκάρηνα, ποιητ. αντί ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
οὐλο-κᾰ́ρηνος, ον, [οὖλος2, κάρηνον
I. with crisp, curling hair, Od.
II. οὐλόποδ', οὐλοκάρηνα, poet. for ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα, Hhymn.