περιζώννυμαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιζώννῠμαι:'''<br /><b class="num">1)</b> med. подпоясываться, т. е. надевать на себя (τὴν φορβειάν Arst.; ἐσθῆτα Plut.; ζώνην χρυσῆν NT): περιζωσάμενοι τὴν ὀσφύν NT препоясав свои чресла;<br /><b class="num">2)</b> pass. [[быть препоясанным]] (ὀσφύες περιεζωσμέναι NT).
|elrutext='''περιζώννῠμαι:'''<br /><b class="num">1</b> med. подпоясываться, т. е. надевать на себя (τὴν φορβειάν Arst.; ἐσθῆτα Plut.; ζώνην χρυσῆν NT): περιζωσάμενοι τὴν ὀσφύν NT препоясав свои чресла;<br /><b class="num">2</b> pass. [[быть препоясанным]] (ὀσφύες περιεζωσμέναι NT).
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 15:20, 25 November 2022

French (Bailly abrégé)

se ceindre : ἐσθῆτα PLUT, τήβεννον PLUT mettre son vêtement, sa toge.
Étymologie: περί, ζώννυμι.

Russian (Dvoretsky)

περιζώννῠμαι:
1 med. подпоясываться, т. е. надевать на себя (τὴν φορβειάν Arst.; ἐσθῆτα Plut.; ζώνην χρυσῆν NT): περιζωσάμενοι τὴν ὀσφύν NT препоясав свои чресла;
2 pass. быть препоясанным (ὀσφύες περιεζωσμέναι NT).

Greek (Liddell-Scott)

περιζώννυμαι: μέσ. μετὰ παθ. πρκμ. ζωννύω περὶ ἑμαυτόν, ζώννομαι μέ τι, περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2· ἐσθῆτα, τήβεννον Πλουτ. Ρωμ. 16, Κοριολ. 9· γυμνὸς ὢν τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο, τὸν ἐφόρεσεν ὡς προστάτην, σχῆμα λόγου, παρ’ ὑπόνοιαν, ἀντὶ τοῦ: ἐπίτροπον ἐποιήσατο, Ἀριστοφ. Εἰρ. 687· ἦν δέ ποτε καὶ περὶ Μακεδονίαν νόμος τὸν μηθένα ἀπεκτακότα πολέμιον περιεζώσθαι τὴν φορβειάν, νὰ φορῇ ὡς ζώνην φορβειάν, ἤτοι καπίστριον, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 11· ― ἀπολ., ἐπὶ μαγείρων (ἴδε περίζωμα)· περιεζωσμένος, «μὲ τὴν ποδιάν», Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι ἢ Ἐρίθοις» 3, πρβλ. Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 12· ἐπὶ ἀθλητῶν, Παυσ. 1. 44, 1· ἐπὶ ὀρχηστοῦ, Πολύβ. 30. 13, 20. 2) μεταφορ., ἀναλαμβάνω, Ἄννα Κομν. 1. 304.

Greek Monotonic

περιζώννῠμαι: Μέσ. με Παθ. παρακ. -έζωσμαι, ζώνω ολόγυρά μου, περιζώνομαι, ἐσθῆτα, σε Πλούτ.· τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο, τον έβαλε μπροστά για προστασία, σε Αριστοφ.· περιεζῶσθαι τὴνφορβείαν, φόρεσαν τα χαλινάρια γύρω τους, σε Αριστ.

Middle Liddell

perf. pass. -έζωσμαι [Mid. with perf. pass. -έζωσμαι]
to gird round oneself, gird oneself with, ἐσθῆτα Plut.; τοῦτον τὸν ἄνδρα περιεζώσατο put him on as a defence, Ar.; περιεζῶσθαι τὴν φορβείαν to have their halter girded round them, Arist.