πολύτριχος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτριχος]], -ον, ΝΜΑ, [[πολύθριξ]], -τριχος, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές [[τρίχες]], ο [[δασύτριχος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πολύτριχο]]<br />[[είδος]] φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό [[γένος]] φυλλόβρυων βρυοφύτων το οποίο ανήκει στην [[τάξη]] βρυώδη και περιλαμβάνει 70-220 δίοικα είδη ανθεκτικών ή πολύ ανθεκτικών μικρών [[φυτών]] ύψους έως 15 εκατοστομέτρων, τα οποία σχηματίζουν τάπητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δασύ</i>-<i>τριχος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύτριχος]], -ον, ΝΜΑ, [[πολύθριξ]], -τριχος, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές [[τρίχες]], ο [[δασύτριχος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[πολύτριχο]]<br />[[είδος]] φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική [[ταξινόμηση]] αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό [[γένος]] φυλλόβρυων βρυοφύτων το οποίο ανήκει στην [[τάξη]] βρυώδη και περιλαμβάνει 70-220 δίοικα είδη ανθεκτικών ή πολύ ανθεκτικών μικρών [[φυτών]] ύψους έως 15 εκατοστομέτρων, τα οποία σχηματίζουν τάπητες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i>), [[πρβλ]]. [[δασύτριχος]]].
}}
}}

Revision as of 11:20, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύτρῐχος Medium diacritics: πολύτριχος Low diacritics: πολύτριχος Capitals: ΠΟΛΥΤΡΙΧΟΣ
Transliteration A: polýtrichos Transliteration B: polytrichos Transliteration C: polytrichos Beta Code: polu/trixos

English (LSJ)

ον, (θρίξ) A very hairy, bushy, πώγων Philonid.10. II πολύ-τρῐχον, τό, = ἀδίαντον, Dsc.4.134, Sammelb.7350.8 (iii/iv A.D.), Phot. s.h.v., AB343.

German (Pape)

[Seite 675] mit vielen Haaren, Philonid. bei Poll. 2, 24.

Russian (Dvoretsky)

πολύτρῐχος: gen. к πολύθριξ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύτρῐχος: -ον, (θρὶξ) ὁ ἔχων πολλὰς τρίχας, δασύς, λάσιος, πώγων Φιλωνίδ. ἐν Ἀδήλ. 5. ΙΙ. πολύτρῐχον, τό, = ἀδίαντον, «ἀδίαντον: φυτὸν παρ’ ὕδασι φυόμενον τὸ καλούμενον πολύτριχον» Φώτ. ἐν λ. ἀδίαντον, Α. Β. 343, 2, Γαλην. τ. 10, σ. 641.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύτριχος, -ον, ΝΜΑ, πολύθριξ, -τριχος, ΜΑ
1. αυτός που έχει πολλές τρίχες, ο δασύτριχος
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύτριχο
είδος φυτού που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί σημαντικό κοσμοπολιτικό γένος φυλλόβρυων βρυοφύτων το οποίο ανήκει στην τάξη βρυώδη και περιλαμβάνει 70-220 δίοικα είδη ανθεκτικών ή πολύ ανθεκτικών μικρών φυτών ύψους έως 15 εκατοστομέτρων, τα οποία σχηματίζουν τάπητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τριχος (< θρίξ, τριχός), πρβλ. δασύτριχος].