πωγωνίας: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[γενειοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> α) [[είδος]] πιθήκων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μακριάς λευκής γενειάδας και ζουν στο Κονγκό και στην νήσο Φερνάντο Πόο<br />β) [[γένος]] οστεοϊχθύων της οικογένειας συανίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> [[κομήτης]] με πώγωνα, [[δηλαδή]] με ανώμαλη [[ουρά]] που έχει [[κατεύθυνση]] [[προς]] τον Ήλιο<br /><b>2.</b> (για πετεινό) αυτός που φέρει σαρκώδη εκφύματα [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] («ἀλεκτρυόνες πωγωνίαι», Πτολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πώγων]] «[[πιγούνι]], [[γένι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ( | |mltxt=ο, ΝΑ<br />[[γενειοφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> α) [[είδος]] πιθήκων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μακριάς λευκής γενειάδας και ζουν στο Κονγκό και στην νήσο Φερνάντο Πόο<br />β) [[γένος]] οστεοϊχθύων της οικογένειας συανίδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>αστρον.</b> [[κομήτης]] με πώγωνα, [[δηλαδή]] με ανώμαλη [[ουρά]] που έχει [[κατεύθυνση]] [[προς]] τον Ήλιο<br /><b>2.</b> (για πετεινό) αυτός που φέρει σαρκώδη εκφύματα [[κάτω]] από το [[σαγόνι]] («ἀλεκτρυόνες πωγωνίαι», Πτολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πώγων]] «[[πιγούνι]], [[γένι]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[γαλαξίας]]). Η λ., ως όρος της ζωολογίας στη Νέα Ελληνική, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>pogonias</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:15, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, A bearded, Cratin. 439, Procop.Pers.2.4; ἀλεκτρυόνες Ptol.Geog.7.2.23. II π., with or without ἀστήρ, bearded star, i.e. comet, Arist.Mete.344a23, Stoic. 2.201, Placit.3.2.5, etc.
German (Pape)
[Seite 826] ὁ, bärtig, Phryn. in B. A. 4, 15; ἀστήρ, Bartstern, Arist. meteor. 1, 7; Plut.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
barbu : πωγωνίας ἀστήρ, comète barbue ou chevelue.
Étymologie: πώγων.
Russian (Dvoretsky)
πωγωνίας: ου adj. m бородатый: ἀστὴρ π. Arst., Plut. комета.
Greek (Liddell-Scott)
πωγωνίας: -ου, ὁ, «ὁ πώγωνος ὑποπιμπλάμενος, ὡς Κρατῖνος» Πολυδ. Β´, 10· ἐπὶ ἀλεκτρυόνος (ἴδε πώγων 2), Πτολεμ. Γεωγρ. 7, σ. 436, 4. ΙΙ. ἀστὴρ π., ἔχων πώγωνα, δηλ. κομήτης, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 7, 4, Πλούτ. 2. 893D, κομήτας δὲ καὶ πωγωνίας... πυρὰ εἶναι ὑφεστῶτα Διογ. Λ. 7. 152, Πλίν. 2. 22, κτλ. - Κατὰ Σουΐδ.: «πωγωνίας, ὁ μέγας πώγων».
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
γενειοφόρος
νεοελλ.
ζωολ. α) είδος πιθήκων οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μακριάς λευκής γενειάδας και ζουν στο Κονγκό και στην νήσο Φερνάντο Πόο
β) γένος οστεοϊχθύων της οικογένειας συανίδες
αρχ.
1. αστρον. κομήτης με πώγωνα, δηλαδή με ανώμαλη ουρά που έχει κατεύθυνση προς τον Ήλιο
2. (για πετεινό) αυτός που φέρει σαρκώδη εκφύματα κάτω από το σαγόνι («ἀλεκτρυόνες πωγωνίαι», Πτολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων «πιγούνι, γένι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. γαλαξίας). Η λ., ως όρος της ζωολογίας στη Νέα Ελληνική, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pogonias].