πυρίφλογος: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πυρόφλογος]], -ον, Α<br />αυτός που εκβάλλει φλόγες, [[φλογερός]] («ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φλογος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]]), <b>πρβλ.</b> <i>ά</i>-<i>φλογος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φλογος</i>].
|mltxt=και [[πυρόφλογος]], -ον, Α<br />αυτός που εκβάλλει φλόγες, [[φλογερός]] («ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις», Εμπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φλογος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]]), [[πρβλ]]. [[άφλογος]], [[πολύφλογος]]].
}}
}}

Revision as of 16:45, 9 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίφλογος Medium diacritics: πυρίφλογος Low diacritics: πυρίφλογος Capitals: ΠΥΡΙΦΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pyríphlogos Transliteration B: pyriphlogos Transliteration C: pyriflogos Beta Code: puri/flogos

English (LSJ)

ον, flaming with fire, Emp.Sphaer.113.

German (Pape)

[Seite 823] feuerflammend, ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις, Empedocl. sphaera 112.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίφλογος: огненный, пылающий (ἡλίου βολαί Emped.).

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίφλογος: -ον, ἀναδίδων φλόγας ὡς τὸ πῦρ, Ἐμπεδ. Σφαιρ. 112.

Greek Monolingual

και πυρόφλογος, -ον, Α
αυτός που εκβάλλει φλόγες, φλογερός («ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. άφλογος, πολύφλογος].