τερατουργός: Difference between revisions

From LSJ

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ό / [[τερατουργός]], -όν, ΝΑ <b>νεοελλ.</b> [[αγύρτης]], [[απατεώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί θαυμαστές, καταπληκτικές πράξεις, [[θαυματοποιός]], [[μάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τον θεό ως δημιουργό) [[επιτελώ]] έργα άξια θαυμασμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=-ό / [[τερατουργός]], -όν, ΝΑ <b>νεοελλ.</b> [[αγύρτης]], [[απατεώνας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εκτελεί θαυμαστές, καταπληκτικές πράξεις, [[θαυματοποιός]], [[μάγος]]<br /><b>μσν.</b><br />(για τον θεό ως δημιουργό) [[επιτελώ]] έργα άξια θαυμασμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέρας]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[σιδηρουργός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τερᾰτουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που κάνει θαύματα, σε Λουκ.
|lsmtext='''τερᾰτουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που κάνει θαύματα, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 11:53, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτουργός Medium diacritics: τερατουργός Low diacritics: τερατουργός Capitals: ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: teratourgós Transliteration B: teratourgos Transliteration C: teratourgos Beta Code: teratourgo/s

English (LSJ)

ὁ, wonder-worker, D.S. 34/5.2.5, Ptol.Tetr.160, Luc.Gall.4: Adj., τ. ἡδονή Ph.2.267.

German (Pape)

[Seite 1093] Wunder thuend, Gaukeleien treibend, der Zauberer, Gaukler, Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait des choses extraordinaires ; ὁ τερατουργός faiseur de tours, charlatan.
Étymologie: τέρας, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

τερᾰτουργός:чудотворец Diod., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος θαύματα, Διόδ. Ἐκλ. 526, 101, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 4.

Greek Monolingual

-ό / τερατουργός, -όν, ΝΑ νεοελλ. αγύρτης, απατεώνας
αρχ.
αυτός που εκτελεί θαυμαστές, καταπληκτικές πράξεις, θαυματοποιός, μάγος
μσν.
(για τον θεό ως δημιουργό) επιτελώ έργα άξια θαυμασμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. σιδηρουργός].

Greek Monotonic

τερᾰτουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που κάνει θαύματα, σε Λουκ.