τηνόθι: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σ' εκείνην τη χρονική [[στιγμή]] ή σ' εκείνην την περίοδο, [[τότε]] («αἱ δ' ἄν ἀφέρπῃ, χώ ποιμὰν ξηρὸς [[τηνόθι]] χ' αἱ βοτάναι», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῆνος]], δωρ. τ. του [[ἐκεῖνος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ -<i>ό</i>-<i>θι</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>θι</i>), | |mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b> σ' εκείνην τη χρονική [[στιγμή]] ή σ' εκείνην την περίοδο, [[τότε]] («αἱ δ' ἄν ἀφέρπῃ, χώ ποιμὰν ξηρὸς [[τηνόθι]] χ' αἱ βοτάναι», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τῆνος]], δωρ. τ. του [[ἐκεῖνος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ -<i>ό</i>-<i>θι</i> (<b>βλ. λ.</b> -<i>θι</i>), [[πρβλ]]. [[αυτόθι]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:50, 10 May 2023
English (LSJ)
Adv. of τῆνος, in that case, then, Theoc.8.44.
German (Pape)
[Seite 1108] dor. statt ἐκεῖ, dort, Theocr. 8, 44.
French (Bailly abrégé)
adv.
dor. c. ἐκεῖ : en ce cas-là, alors.
Étymologie: τῆνος, -θι.
Russian (Dvoretsky)
τηνόθι: adv. там, тж. тогда или в этом случае Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
τηνόθι: Ἐπίρρ. τοῦ τῆνος, ἐν ἐκείνῃ τῇ περιπτώσει, τότε, Θεόκρ. 8. 44.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σ' εκείνην τη χρονική στιγμή ή σ' εκείνην την περίοδο, τότε («αἱ δ' ἄν ἀφέρπῃ, χώ ποιμὰν ξηρὸς τηνόθι χ' αἱ βοτάναι», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τῆνος, δωρ. τ. του ἐκεῖνος + επιρρμ. κατάλ -ό-θι (βλ. λ. -θι), πρβλ. αυτόθι].
Greek Monotonic
τηνόθι: επίρρ., τουτῆνος, σ' εκείνη την περίπτωση, τότε, σε Θεόκρ.