τραχώδης: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ιων. τ. [[τρηχώδης]], -ῶδες, Α [[τραχύς]]<br />αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[τραχύς]]. | |mltxt=και ιων. τ. [[τρηχώδης]], -ῶδες, Α [[τραχύς]]<br />αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[τραχύς]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱ], ες, <i>von [[rauher]], [[harter]] Art</i>, bei Arist. <i>H.A</i>. 5.17, zweifelhaft. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:45, 24 November 2022
English (LSJ)
ες, of rough nature, v.l. in Arist.HA549b14, interpol. in Dsc.3.13.
Russian (Dvoretsky)
τρᾱχώδης: суровый (Arst. - v.l. к τραχύς).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾱχώδης: -ες, ὁ ἔχων τραχεῖαν φύσιν, τραχὺς τὴν φύσιν, διάφ. γραφ. παρ’ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8, Θεοφρ. π. Λίθων 400, Διοσκ. 3. 13 (15).
Greek Monolingual
και ιων. τ. τρηχώδης, -ῶδες, Α τραχύς
αυτός που είναι από τη φύση του τραχύς.
German (Pape)
[ᾱ], ες, von rauher, harter Art, bei Arist. H.A. 5.17, zweifelhaft.