φιλοχρήματος: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[φιλοχρήματος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά [[πάρα]] πολύ το [[χρήμα]], [[φιλάργυρος]], [[παραδόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοχρήματον</i><br />η [[φιλοχρηματία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλοχρημάτως</i> Α<br /><b>1.</b> με [[φιλοχρηματία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φιλοχρημάτως ἔχω» — [[είμαι]] [[φιλοχρήματος]] <b>(Ισοκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρήματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρῆμα]], <i>χρήματος</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>χρήματος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[φιλοχρήματος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά [[πάρα]] πολύ το [[χρήμα]], [[φιλάργυρος]], [[παραδόπιστος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλοχρήματον</i><br />η [[φιλοχρηματία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>φιλοχρημάτως</i> Α<br /><b>1.</b> με [[φιλοχρηματία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φιλοχρημάτως ἔχω» — [[είμαι]] [[φιλοχρήματος]] <b>(Ισοκρ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρήματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρῆμα]], <i>χρήματος</i>), [[πρβλ]]. [[πολύχρήματος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:00, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοχρήμᾰτος Medium diacritics: φιλοχρήματος Low diacritics: φιλοχρήματος Capitals: ΦΙΛΟΧΡΗΜΑΤΟΣ
Transliteration A: philochrḗmatos Transliteration B: philochrēmatos Transliteration C: filochrimatos Beta Code: filoxrh/matos

English (LSJ)

ον,
A loving money, And.4.32, Pl.Phd.68c, 82c, etc.; ὁ φ. Id.R.549b, Hierocl. in CA2p.422M.; φ. καὶ χρηματισταὶ οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Arist.Pol.1316a40 (s.v.l.); τὸ φιλοχρήματον = φιλοχρηματία, Pl.R.436a: Comp. φιλοχρηματώτερος X.Smp.4.45: Sup. φιλοχρηματώτατος D.S.1.94. Adv., φιλοχρημάτως ἔχειν = φιλοχρηματεῖν, Isoc.1.23.

German (Pape)

[Seite 1288] geldliebend, geldgierig, habsüchtig; Andoc. 4, 32; Plat. Phaed. 68 c Rep. VI, 485 e u. öfter, immer tadelnd. – Adv., φιλοχρημάτως ἔχειν Isocr. 1, 23, Is. 2, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime l'argent, cupide ; τὸ φιλοχρήματον la cupidité;
Cp. φιλοχρηματώτερος, Sp. φιλοχρηματώτατος.
Étymologie: φίλος, χρῆμα.

Russian (Dvoretsky)

φιλοχρήμᾰτος: жадный к деньгам, сребролюбивый Xen., Plat., Arst., Plut., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοχρήματος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ χρήματα, ἄπληστος, Ἀνδοκ. 30. 20, Πλάτων ἐν Φαίδωνι 68C, 82C, κ. ἀλλ., πρβλ. φιλοχρηματιστής· ὁ φ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 549Β, κ. ἀλλ.· φ. καὶ χρηματισταὶ οἱ ἐν ταῖς ἀρχαῖς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 12, 14· ― τὸ φ. = φιλοχρηματία Πλάτ. Πολ. 435Ε. ― Συγκρ. -ώτερος, Ξεν. Συμπ. 4, 45· ὑπερθ. -ώτατος, Διόδ. 1. 94. Ἐπίρρ., φιλοχρημάτως ἔχειν = φιλοχρηματεῖν, Ἰσοκρ. 7Α, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλοχρήματος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά πάρα πολύ το χρήμα, φιλάργυρος, παραδόπιστος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοχρήματον
η φιλοχρηματία.
επίρρ...
φιλοχρημάτως Α
1. με φιλοχρηματία
2. φρ. «φιλοχρημάτως ἔχω» — είμαι φιλοχρήματος (Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χρήματος (< χρῆμα, χρήματος), πρβλ. πολύχρήματος].

Greek Monotonic

φῐλοχρήμᾰτος: -ον (χρῆμα), αυτός που αγαπά τα χρήματα, αυτός που του αρέσουν τα χρήματα, σε Πλάτ. κ.λπ.· τὸ φιλοχρήματον, = φιλοχρηματία, στον ίδ.· υπερθ. -ώτατος, σε Διόδ.· επίρρ., φιλοχρημάτως ἔχειν, = φιλοχρηματεῖν, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

φῐλο-χρήμᾰτος, ον, χρῆμα
loving money, fond of money, Plat., etc.: τὸ φιλοχρήματον = φιλοχρηματία, Plat.; Sup. -ώτατος, Diod. adv., φιλοχρημάτως ἔχειν = φιλοχρηματεῖν, Isocr.

English (Woodhouse)

desirous of money, greedy of money

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)