φρυκτωρός: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[φρυκτός]], [[πυρσός]] για τη [[μετάδοση]] σημάτων, [[φρυκτωρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φύλακας]] φρυκτωρίου («ὡς αὐτοῖς οἵ τε φρυκτωροὶ ἐσήμαινον καὶ ᾐσθάνοντο τὰ πυρὰ... ἔγνωσαν ὅτι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> το διά μέσου φρυκτωρίας μεταδιδόμενο [[σήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρυκτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>ορώ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>θυρ</i>-<i>ωρός</i>].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>μσν.</b><br />[[φρυκτός]], [[πυρσός]] για τη [[μετάδοση]] σημάτων, [[φρυκτωρία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φύλακας]] φρυκτωρίου («ὡς αὐτοῖς οἵ τε φρυκτωροὶ ἐσήμαινον καὶ ᾐσθάνοντο τὰ πυρὰ... ἔγνωσαν ὅτι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> το διά μέσου φρυκτωρίας μεταδιδόμενο [[σήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρυκτός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i>, <b>βλ. λ.</b> <i>ορώ</i>), [[πρβλ]]. [[θυρωρός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:08, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρυκτωρός Medium diacritics: φρυκτωρός Low diacritics: φρυκτωρός Capitals: ΦΡΥΚΤΩΡΟΣ
Transliteration A: phryktōrós Transliteration B: phryktōros Transliteration C: fryktoros Beta Code: fruktwro/s

English (LSJ)

ὁ, (φρυκτός 11, οὖρος (B)), A one who watches on a height to make fire-signals, A.Ag.590, Th.8.102. II fire-signal, beacon, Lyc.345 (proparox., s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, Feuerwache, Wächter, der des Nachts auf einem erhöhten Orte wacht und durch verabredete Feuerzeichen Signale giebt, anrückende Feinde anmeldet u. vgl., Aesch. Ag. 576, vgl. die Schilderung der Kette von Signalfeuern ibid. 291 ff. – Auch das Feuerzeichen selbst, λάμψει καλὸν φρυκτωρόν Lycophr. 345.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
sentinelle chargée d'observer ou d'allumer les feux servant de signaux.
Étymologie: φρυκτός, οὖρος².

Russian (Dvoretsky)

φρυκτωρός:οὖρος III] зажигающий сигнальные огни, сигнальщик Aesch., Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

φρυκτωρός: ὁ, (φρυκτὸς ΙΙ, οὖρος (Β)) φύλαξ φυλάττων εἰς ὕψωμά τι καὶ διαβιβάζων ἐκεῖθεν σημεῖα διὰ πυρσῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 590, Θουκ. 8. 102· ἴδε τὴν πρώτην σκηνὴν καὶ περιγραφὴν ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 281 κἑξ. ΙΙ. αὐτὸ τὸ διὰ πυρσῶν σημεῖον, Λυκόφρ. 345.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
μσν.
φρυκτός, πυρσός για τη μετάδοση σημάτων, φρυκτωρία
αρχ.
1. φύλακας φρυκτωρίου («ὡς αὐτοῖς οἵ τε φρυκτωροὶ ἐσήμαινον καὶ ᾐσθάνοντο τὰ πυρὰ... ἔγνωσαν ὅτι», Θουκ.)
2. το διά μέσου φρυκτωρίας μεταδιδόμενο σήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρυκτός + -ωρός (< ὁρῶ, βλ. λ. ορώ), πρβλ. θυρωρός].

Greek Monotonic

φρυκτωρός: ὁ (φρυκτός II, οὖρος Β), φύλακας που φυλάει σε πύργο με φωτιές, τις οποίες ανάβει για να ειδοποιήσει σε περίπτωση κινδύνου, Θουκ.

Middle Liddell

φρυκτ-ωρός, οῦ, ὁ, φρυκτός II, οὖρος2]
a fire-watch, i. e. one who watches to give signals by beacon-fires, Aesch., Thuc.