ἀγλαΐζω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aglaizo
|Transliteration C=aglaizo
|Beta Code=a)glai+/zw
|Beta Code=a)glai+/zw
|Definition=Hp. ''Mul.'' 2.188, Ael., v. infr.; ''fut. Attic'' [[ἀγλαϊῶ]] (ἐπ-) Ar. ''Ec.'' 575; ''aor.'' ἠγλάϊσα (Doric ἀγλ-) Theoc. Epic 1.4, etc., (ἐπ-) Ar. ''Fr.'' 682; — Pass., v. infr.: — make splendid, glorify, B. 3.22, etc.; ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν IG 12(3).1190.10 (Melos); θυσίαις τέμενος Isyll. 28, cf. Plu. 2.965c, Ael. ''NA'' 8.28.<br><b class="num">2</b>. [[give]] as an [[honour]], σοί, Βάκχε, τάνδε μοῦσαν ἀγλαΐζομεν ''Carm.Pop.'' 8, cf. Theoc. ''l.c.<br><b class="num">ΙI</b>. Epic and Lyr.'' only ''Med. and Pass.'', [[adorn oneself with]] a thing, [[take delight in]], σέφημι διαμπερὲς ἀγλαϊεῖσθαι (sc. ἵπποις) ''Il.'' 10.331 (the only form in Hom., even of compds.); ὅστις τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται Semon. 7.70; ἀ. μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ Pi. ''O.'' 1.14; Com., ἐλαίῳ ῥάφανος ἠγλαϊσμένη Ephipp. 3.6 (cf. Eub. 150).<br><b class="num"></b>intr., ἀγλαΐζει· θάλλει, Hsch., cf. Antiph. 301 codd. — Never in Trag. or Attic Prose.
|Definition=Hp. ''Mul.'' 2.188, Ael., v. infr.; ''fut. Attic'' [[ἀγλαϊῶ]] (ἐπ-) Ar. ''Ec.'' 575; ''aor.'' ἠγλάϊσα (Doric ἀγλ-) Theoc. Epic 1.4, etc., (ἐπ-) Ar. ''Fr.'' 682; — Pass., v. infr.: — make splendid, glorify, B. 3.22, etc.; ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν IG 12(3).1190.10 (Melos); θυσίαις τέμενος Isyll. 28, cf. Plu. 2.965c, Ael. ''NA'' 8.28.<br><b class="num">2</b>. [[give]] as an [[honour]], σοί, Βάκχε, τάνδε μοῦσαν ἀγλαΐζομεν ''Carm.Pop.'' 8, cf. Theoc. ''l.c.<br><b class="num">ΙI</b>. Epic and Lyr.'' only ''Med. and Pass.'', [[adorn oneself with]] a thing, [[take delight in]], σέφημι διαμπερὲς ἀγλαϊεῖσθαι (''[[sc.]]'' ἵπποις) ''Il.'' 10.331 (the only form in Hom., even of compds.); ὅστις τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται Semon. 7.70; ἀ. μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ Pi. ''O.'' 1.14; Com., ἐλαίῳ ῥάφανος ἠγλαϊσμένη Ephipp. 3.6 (cf. Eub. 150).<br><b class="num"></b>intr., ἀγλαΐζει· θάλλει, Hsch., cf. Antiph. 301 codd. — Never in Trag. or Attic Prose.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγλαΐζω Medium diacritics: ἀγλαΐζω Low diacritics: αγλαίζω Capitals: ΑΓΛΑΙΖΩ
Transliteration A: aglaḯzō Transliteration B: aglaizō Transliteration C: aglaizo Beta Code: a)glai+/zw

English (LSJ)

Hp. Mul. 2.188, Ael., v. infr.; fut. Attic ἀγλαϊῶ (ἐπ-) Ar. Ec. 575; aor. ἠγλάϊσα (Doric ἀγλ-) Theoc. Epic 1.4, etc., (ἐπ-) Ar. Fr. 682; — Pass., v. infr.: — make splendid, glorify, B. 3.22, etc.; ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν IG 12(3).1190.10 (Melos); θυσίαις τέμενος Isyll. 28, cf. Plu. 2.965c, Ael. NA 8.28.
2. give as an honour, σοί, Βάκχε, τάνδε μοῦσαν ἀγλαΐζομεν Carm.Pop. 8, cf. Theoc. l.c.
ΙI. Epic and Lyr.
only Med. and Pass., adorn oneself with a thing, take delight in, σέφημι διαμπερὲς ἀγλαϊεῖσθαι (sc. ἵπποις) Il. 10.331 (the only form in Hom., even of compds.); ὅστις τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται Semon. 7.70; ἀ. μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ Pi. O. 1.14; Com., ἐλαίῳ ῥάφανος ἠγλαϊσμένη Ephipp. 3.6 (cf. Eub. 150).
intr., ἀγλαΐζει· θάλλει, Hsch., cf. Antiph. 301 codd. — Never in Trag. or Attic Prose.

Spanish (DGE)

I en v. med.
1 disfrutar, gozar de o con gener. c. dat. instrum. (τοῖς ἵπποισιν) σέ φημι ... ἀγλαϊεῖσθαι Il.10.331, esp. ref. al lujo, objetos preciosos ὅστις τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται Semon.8.70, μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ Pi.O.1.14.
2 adornarse, engalanarse τῇ τῶν πτερῶν ἀγλαϊζόμενοι στολῇ Ach.Tat.1.15.7
fig. ἡ φοῖνιξ ἀγλαϊζομένη κάλλιστον καρπὸν οἴσει Gp.10.4.9, ἐλαίῳ ῥάφανος ἠγλαϊσμένη un rábano aliñado con aceite Ephipp.3.6.
3 resplandecer ἑαυτὸν μὲν ἠγλαϊσμένον, φωτὸς πλήρη νοητοῦ Plot.6.9.9.
II en v. act.
1 honrar θεόν B.3.22, c. ac. y dat. instrum. θυσίαις ἠγλάϊσεν τέμενος Isyll.28, Σικυῶνα πάτραν ... καλλίστοις ἠγλάϊσας στεφάνοις CEG 811.4 (Sición IV a.C.), με ... ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν IG 12(3).1190.10 (Melos III a.C.)
c. ac. int. glorificar, ofrecer como honor σοί, Βάκχε, τάνδε Μοῦσαν ἀγλαΐζομεν Carm.Pop.5(b).1, Πύθιε, ... πέτρα τοῦτό τοι ἀγλάισε Apolo, con esto te honró la montaña Theoc.Ep.1.4.
2 favorecer πρόσωπον Hp.Mul.2.188.
3 iluminar, hacer resplandecer πάντα τὸν οὐρανόν Procl.in Ti.3.119.3.
III intr. florecer, brotar ἀσπάραγος Antiph.294, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 16] schmücken, στεφάνοις Ael. H. A. 8, 28; Δελφὶς πέτρα τοῦτό τοι ἀγλάϊσεν Theocr. ep. 1 (VI, 336), brachte dir zum Schmuck hervor, wie bei Ath. XIV, 622 c σοὶ Βάκχε τάνδε μοῦσαν ἀγλαΐζομεν, dir zur Ehre singen wir dies Lied; ἀγλαΐσας ἀκροθινίοις τὴν θεόν Plut. sol. an. 8. – Häufiger med., sich schmücken, sich freuen (als eines Schmuckes), Hom. ἀγλαϊεῖσθαι Il. 10, 331 (ἅπαξ. εἰρημ.); Pind. μουσικῆς ἐν ἀώτῳ Ol. 1, 14, mit der Tonkunst Blüthe schmückt er sich; gew. τινί, wie Sim. τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται frg. 230; Lyc. 1133 κόμαις ἠγλαϊσμέναι. Davon

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. ἠγλάϊζον et ao. ἠγλάϊσα ; pf. Pass. ἠγλάϊσμαι;
parer, orner.
Étymologie: ἀγλαός.

Russian (Dvoretsky)

ἀγλαΐζω: досл. делать блестящим, украшать, перен. славить, чтить (τὴν θεὸν ἀκροθινίοις Plut.; κλήμασίν τινα Anth.): Δελφὶς πέτρα τοῦτό τοι ἀγλάϊσε Theocr. Дельфийская скала наградила тебя (т. е. Аполлона) этой красой; ἀγλαΐζεσθαι μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ Pind. блистать мусической красой, т. е. поэзией.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαΐζω: Ἱππ. 666. 45· Αἰλ.: ― μέλλ. Ἀττ. ἀγλαϊῶ (ἐπ-) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 575· ἀόρ. ἠγλάϊσα, Θεόκρ. Ἐπ. 1. 4. Ἀνθ. κτλ., (ἐπ-), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 548: ― Παθ., ἴδε κατωτέρ. (ἀγλαός). Καθιστῶ λαμπρὸν ἢ στιλπνόν, δοξάζω, τιμῶ· ἀθανάταις ἠγλάϊσεν χάρισιν, Ἐπιτάφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2439, πρβλ Πλούτ. 2. 965C, Αἰλ. περὶ Ζ. 8. 28. 2) δίδωμι ὡς κόσμημα ἢ ὡς τιμήν, σοί, Βάκχε, τάνδε Μοῦσαν ἀγλαΐζομεν, Carm. Pop. 8. (ἐν Bgk Lyr. Gr.). Ἀνθ. 14. 622. Πρβλ. Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἀλλὰ ΙΙ. παρὰ προγενεστέροις ἐν χρήσει μόνον ἐν μέσ. καὶ παθ. φωνῇ, κοσμῶ ἐμαυτόν, ἢ κοσμοῦμαι διά τινος πράγματος, εὐφραίνομαι ἐπ’ αὐτῷ, εὑρίσκω ἡδονὴν εἰς αὐτό· σέ φημι διαμπερὲς ἀγλαϊεῖσθαι (ἐνν. ἵπποις) Ἰλ. Κ. 331 (οὖτος ὁ μέλλ. εἶναιμόνος τύπος παρ’ Ὁμ. ἔτι καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις)· ὅστις τοιούτοις θυμὸν ἀγλαΐζεται, Σιμων. Ἰαμβ. 7, 10· ἀγλαΐζεσθαι μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ, Πινδ. Ὀ. 1. 22· κωμικῶς, ἐλαίῳ ῥάφανος ἠγλαϊσμένη, Ἔφιππ. ἐν «Γηρυόνῃ.» 2. ΙΙΙ. Παρ’ Ἀντιφ. Ἀδηλ. 37 ὁ Πόρσων διώρθωσεν ἐπηγλαΐζετ’ ἀντὶ ἠγλάϊζεν (ἀμετάβ.)· ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀγλαΐζει, θάλλει. ― Οὐδαμοῦ κεῖται παρὰ τραγικοῖς οὐδὲ παρὰ τοῖς ἐγκρίτοις τῶν πεζογρ. Ἀττικῶν.

Greek Monotonic

ἀγλαΐζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, αόρ. αʹ ἠγλάϊσα (ἀγλαός
I. κάνω κάτι λαμπρό ή γυαλιστερό, σε Πλούτ.
II. Μέσ. και Παθ., στολίζομαι μόνος μου ή στολίζομαι με κάτι, ευχαριστιέμαι με κάτι, αγαλλιάζω· σέ φημι ἀγλαϊεῖσθαι, θεωρώ ότι εσύ θα ευχαριστηθείς, θα βρεις ικανοποίηση με αυτούς (ενν. τοῖςἵπποις), σε Ομήρ. Ιλ.