ἀκλισία: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀκλισία]]) [[ἄκλιτος]]<br />[[έλλειψη]] κλίσης, απόκλισης [[προς]] το ένα ή [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]].
|mltxt=η (Α [[ἀκλισία]]) [[ἄκλιτος]]<br />[[έλλειψη]] κλίσης, απόκλισης [[προς]] το ένα ή [[προς]] το [[άλλο]] [[μέρος]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das [[Indeclinabelsein]]</i>, [[Apoll]].Dysc.
}}
}}

Revision as of 16:37, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκλῐσία Medium diacritics: ἀκλισία Low diacritics: ακλισία Capitals: ΑΚΛΙΣΙΑ
Transliteration A: aklisía Transliteration B: aklisia Transliteration C: aklisia Beta Code: a)klisi/a

English (LSJ)

ἡ, indeclinability, A.D.Pron.12.4, etc.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de declinación A.D.Pron.12.4, Adu.141.4.

Russian (Dvoretsky)

ἀκλῐσία: ἡ грам. несклоняемость.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκλῐσία: ἡ, τὸ εἶναι ἄκλιτον, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 551, 552.

Greek Monolingual

η (Α ἀκλισία) ἄκλιτος
έλλειψη κλίσης, απόκλισης προς το ένα ή προς το άλλο μέρος.

German (Pape)

ἡ, das Indeclinabelsein, Apoll.Dysc.