ἀμβλυώσσω: Difference between revisions
ἰὼ, σκότος, ἐμὸν φάος, ἔρεβος ὦ φαεννότατον, ὡς ἐμοί, ἕλεσθ' ἕλεσθέ μ' οἰκήτορα → ah, darkness that is my light, gloom that is most bright for me, take me, take me to dwell in you
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br />[[tener la vista débil]], [[ver borroso o mal]] Hp.<i>Prog</i>.7, A.<i>Fr</i>.55.6, Pl.<i>R</i>.508c, 517d, Hp.<i>Mi</i>.374d, X.<i>Cyn</i>.5.27, Luc.<i>Herm</i>.20, Artern.1.26, τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀμβλυώσσων <i>PSI</i> 1103.14 (III d.C.) en <i>BL</i> 4.89, cf. Hdn.Gr.2.446, Hsch.<br /><b class="num">•</b>c. constr. que indican la causa ὑπ' | |dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> át. -ττω<br />[[tener la vista débil]], [[ver borroso o mal]] Hp.<i>Prog</i>.7, A.<i>Fr</i>.55.6, Pl.<i>R</i>.508c, 517d, Hp.<i>Mi</i>.374d, X.<i>Cyn</i>.5.27, Luc.<i>Herm</i>.20, Artern.1.26, τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀμβλυώσσων <i>PSI</i> 1103.14 (III d.C.) en <i>BL</i> 4.89, cf. Hdn.Gr.2.446, Hsch.<br /><b class="num">•</b>c. constr. que indican la causa ὑπ' αὐτοῦ (νουσήματος) Hp.<i>Prorrh</i>.2.42, ὑπὸ [[γήρως]] Luc.<i>Icar</i>.6, τὸ τοῦ [[γήρως]] ἀμβλυῶττον Plu.2.13d<br /><b class="num">•</b>c. otras constr., πρὸς τὸ φῶς Luc.<i>Cont</i>.1, πρὸς τὰ γινόμενα Luc.<i>Tim</i>.2, τὰ τηλικαῦτα Luc.<i>Tim</i>.27. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 19:34, 11 December 2022
English (LSJ)
Att. ἀμβλυώττω, only in pres.: (ἀμβλύς):—to be short-sighted, have weak sight, Hp.Prorrh.2.42, etc., Pl.R.508c, al., Hp.Mi.374d; ἀ. πρὸς τὸ φῶς to be dazzled by it, Luc. Cont.1, cf. Jul.Or.5.163a; ἀ. τὰ τηλικαῦτα Luc. Tim.27; τὸ τοῦ γήρως ἀμβλυῶττον Plu.2.13e.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
tener la vista débil, ver borroso o mal Hp.Prog.7, A.Fr.55.6, Pl.R.508c, 517d, Hp.Mi.374d, X.Cyn.5.27, Luc.Herm.20, Artern.1.26, τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀμβλυώσσων PSI 1103.14 (III d.C.) en BL 4.89, cf. Hdn.Gr.2.446, Hsch.
•c. constr. que indican la causa ὑπ' αὐτοῦ (νουσήματος) Hp.Prorrh.2.42, ὑπὸ γήρως Luc.Icar.6, τὸ τοῦ γήρως ἀμβλυῶττον Plu.2.13d
•c. otras constr., πρὸς τὸ φῶς Luc.Cont.1, πρὸς τὰ γινόμενα Luc.Tim.2, τὰ τηλικαῦτα Luc.Tim.27.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir la vue faible ; τὸ ἀμβλυῶττον PLUT faiblesse de la vue.
Étymologie: ἀμβλύς, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβλυώσσω: атт. ἀμβλυώττω Plat., Luc., Plut. = ἀμβλυωπέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλυώσσω: Ἀττ. -ττω, μόνον κατ’ ἐνεστ.: (ἀμβλύς)· εἶμαι ἀμβλυωπός, μύωψ, «κοντόφθαλμος», ἔχω ἀσθενῆ τὴν ὅρασιν, Ἱππ. 168Η, 113Ε, κτλ., Πλάτ. Πολ. 508C, D, 516E, 517D, Ἱππ. Ἐλ. 347D· ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς = τυφλώττω πρὸς τὸ φῶς, ἐμπρὸς εἰς τὸ φῶς, Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1: ἀλλ’ ἀμβλ. τὰ τηλικαῦτα ὁ αὐτ. Τίμ. 27· τὸ ἀμβλυῶττον = ἀμβλυωγμός, Πλούτ. 2. 13Ε.
Greek Monotonic
ἀμβλυώσσω: Αττ. -ττω, μόνο στον ενεστ., (ἀμβλύς), έχω ασθενή όραση, είμαι μύωπας, κοντόφθαλμος, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς, είμαι τυφλός ως προς αυτό, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἀμβλύς only in pres.]
to be dim-sighted, Plat., etc.; ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς to be blind to it, Luc.