ἀκύθηρος: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκύθηρος]], -ον (Α)<br />ο [[αναφρόδιτος]], αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>Κυθήρη</i>, [[άλλη]] [[ονομασία]] της Αφροδίτης].
|mltxt=[[ἀκύθηρος]], -ον (Α)<br />ο [[αναφρόδιτος]], αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>Κυθήρη</i>, [[άλλη]] [[ονομασία]] της Αφροδίτης].
}}
{{pape
|ptext=<i>ohne Cytherens [[Liebreiz]], [[invenustus]]</i>, Cic. <i>fam</i>. 7.32.
}}
}}

Revision as of 16:42, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκύθηρος Medium diacritics: ἀκύθηρος Low diacritics: ακύθηρος Capitals: ΑΚΥΘΗΡΟΣ
Transliteration A: akýthēros Transliteration B: akythēros Transliteration C: akythiros Beta Code: a)ku/qhros

English (LSJ)

ον,(Κῠθήρη) like ἀναφρόδιτος, without charms, Cic.Fam. 7.32.2; τὸ ἀ Eun.VSp.457.14B.

Spanish (DGE)

-ον
sin gracia, sin encanto Cic.Fam.7.32.2, τὸ ἀ. Eun.VS 457.

Russian (Dvoretsky)

ἀκύθηρος: (ῠ) лишенный прелести, некрасивый Cic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκύθηρος: -ον, (Κῠθήρη), ὡς τὸ ἀναφρόδιτος, Λατ. invenustus, ἄνευ θελγήτρων, Κικ. Fam. 7. 32, 2, Εὐνάπ. 10.

Greek Monolingual

ἀκύθηρος, -ον (Α)
ο αναφρόδιτος, αυτός που δεν έχει ερωτικά θέλγητρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + Κυθήρη, άλλη ονομασία της Αφροδίτης].

German (Pape)

ohne Cytherens Liebreiz, invenustus, Cic. fam. 7.32.