ἀντόμνυμι: Difference between revisions
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντόμνῡμι:''' (aor. ἀντώμοσα)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἀντόμνῡμι:''' (aor. ἀντώμοσα)<br /><b class="num">1</b> [[приносить со своей стороны клятву]] Xen.;<br /><b class="num">2</b> тж. med., юр. взаимно присягать Isae., Dem. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 17:40, 25 November 2022
English (LSJ)
A swear in turn, swear on the other part, in a treaty, c. fut. inf., X.HG3.4.6, Ages.1.10.
II as Att. law-term, make an affidavit, both of the accuser and the defendant (cf. ἀντωμοσία), Antipho 1.18, Is.9.1, D.43.3, etc.:—in Med., Is.5.16.
Spanish (DGE)
1 jurar a su vez c. inf. fut. ἀ. ὑπὲρ Ἀγησιλάου Τισσαφέρνει ... ἐμπεδώσειν τὰς σπονδάς X.HG 3.4.6, cf. Ages.1.10, D.C.50.7.1, SIG 1208.11.
2 jur. hacer una declaración jurada en contra de la otra parte en una acción judicial, c. ac. de obj. int., en un proceso por un delito de sangre εὔορκα ἀ. Antipho 1.8, de otro tipo de procesos ταῦτα Is.5.4, cf. 9.1
•περὶ ὧν ἀντώμοσαν Isoc.16.2, cf. 18.37
•c. ac. de obj. externo Ἀνδρονίκῳ ... δάνειον (δράχμας) ἃς ἀντομόσατο (?) PCair.Zen.326.172
•abs. Is.9.34, D.43.3, OGI 484.39 (Pérgamo I d.C.)
•en v. med. mismo sent. Is.5.16, Gr.Shorthand Man.711.
German (Pape)
[Seite 264] (ὄμνυμι), dagegen schwören, ἀντομωμοκώς Antiph. 1, 8; ἀντώμοσαν Xen. Hell. 3, 4, 6; Is. 5. 1; ἀντομόσαι Dem. 43, 3. Vgl. ἀντωμοσία.
French (Bailly abrégé)
jurer à son tour ou contrairement à qqn ; particul. prêter serment en justice en parl. des parties adverses;
Moy. m. sign.
Étymologie: ἀντί, ὄμνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντόμνῡμι: (aor. ἀντώμοσα)
1 приносить со своей стороны клятву Xen.;
2 тж. med., юр. взаимно присягать Isae., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντόμνυμι: μέλλ. -ομοῦμαι: - ὄμνυμι καὶ αὐτός, μετὰ δοτ. καὶ ἀπαρεμ. μέλλ., Τισσαφέρνης μὲν ὤμοσε τοῖς πεμφεῖσι πρὸς αὐτόν... ἦ μὴν πράξειν ἀδόλως τὴν εἰρήνην... ἐκεῖνοι δὲ ἀντώμοσαν ὑπὲρ Ἀγησιλάου... ἐμπεδώσειν τὰς σπονδὰς Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 6, Ἀγησ. 1. 10. ΙΙ. ὡς νομικὸς ὅρος τοῦ Ἀττ. δικαίου, ἐπὶ μὲν τοῦ ἐνάγοντος (διώκοντος), ὀμνύω κατὰ τοῦ ἀντιδίκου ὅτι ἀληθῆ θὰ κατηγορήσω, ἐπὶ δὲ τοῦ κατηγορουμένου (φεύγοντος) ὅτι ἀληθῆ θὰ ἀπολογηθῶ, (πρβλ. ἀντωμοσία), Ἀντιφῶν 112. 22, Ἰσαῖος 74. 31, κτλ., ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἰσαῖος 52. 19.
Greek Monolingual
ἀντόμνυμι (Α)
1. ορκίζομαι και ο ίδιος
2. (νομ. όρ. στο Αττ. Δίκ.) ορκίζομαι, ως κατήγορος, ότι οι κατηγορίες μου θα είναι αληθείς ή, ως κατηγορούμενος, ότι θα απολογηθώ με ειλικρίνεια.