ἀποσπάς: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><b>I.</b> <i>adj. f.</i> arrachée;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ἡ [[ἀποσπάς]] :<br /><b>1</b> branche;<br /><b>2</b> tige de plante.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποσπάω]].
|btext=άδος<br /><b>I.</b> <i>adj. f.</i> arrachée;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ἡ [[ἀποσπάς]] :<br /><b>1</b> [[branche]];<br /><b>2</b> tige de plante.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποσπάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:05, 28 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσπάς Medium diacritics: ἀποσπάς Low diacritics: αποσπάς Capitals: ΑΠΟΣΠΑΣ
Transliteration A: apospás Transliteration B: apospas Transliteration C: apospas Beta Code: a)pospa/s

English (LSJ)

άδος,ἡ, A torn off from, τινός Nonn.D.1.289, al.: metaph., βασσαρίδες ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης ib.34.347, etc. II as substantive, slip for propagating, Gp.11.9, etc.; vine-branch or bunch of grapes, AP6.300 (Leon.): metaph., branch of a river, Eust.1712.6.

Spanish (DGE)

-άδος
• Prosodia: [-ᾰδ-]
1 adj. arrancado, separado ταμὼν ... νῆσον ἁλικρήπιδος ἀποσπάδα πέζαν ἀρούρης cortando, a modo de isla, una parte arrancada de la tierra bañada por el mar Nonn.D.1.289, ὑδρηλαὶ δὲ θύγατρες ἀποσπάδες Ὠκεανοῖο λίμναι Nonn.D.6.253, βακχείην στίχα πᾶσαν ἀποσπάδα δηιοτῆτος Nonn.D.34.261, (Βασσαρῖδες) ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Nonn.D.34.347.
2 subst. ἡ ἀ. esqueje del apio οὐ μόνον ἐξ ἀποσπάδων ... κατατίθεται Gp.10.23.3, πύξος φυτεύεται ἐξ ἀποσπάδων Gp.11.9, cf. 11.16.1
grapa, parte de un racimo κεὐοίνου σταφυλῆς ἔχ' ἀποσπάδα AP 6.300 (Leon.)
fig. brazo de un río, Eust.1712.6.

German (Pape)

[Seite 325] άδος, fem. zu ἀποσπάδιος, abgerissen, Nonn.; ἡ ἀπ., abgerissener Zweig, Ranke, Leon. Tar. 13 (VI, 300).

French (Bailly abrégé)

άδος
I. adj. f. arrachée;
II. subst.ἀποσπάς :
1 branche;
2 tige de plante.
Étymologie: ἀποσπάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσπάς: άδος ἡ отломанная ветвь Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσπάς: -άδος, ἡ, ἀπεσπασμένη, ἀποκεχωρισμένη, διωκόμεναι δὲ σιδήρῳ ἄστεος ἐντὸς ἵκανον ἀποσπάδες ἠθάδος ὕλης Νόνν. Δ. 34, 347, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., παραφυὰς ἀποκεκομμένη πρὸς φύτευσιν, οὐ μόνον δὲ ἐξ ἀποσπάδων, ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτορίζων κατατίθεται Γεωπ. 10, 23, 3· πύξος φυτεύεται ἔκ τε ἀποσπάδων καὶ κορυνῶν 11, 9, κτλ.· ἀπόσπασμα κλήματος μετὰ σταφυλῶν, ἢ «ἕνα τσαμπὶ σταφύλια», Ἀνθ. Π. 6. 300· μεταφ., βραχίων ἢ διακλάδωσις ποταμοῦ, διά τινος ἀποσπάδος τοῦ μεγάλου Ἴστρου Εὐστ. 1712. 6.

Greek Monolingual

ἀποσπάς (-άδος), η (Μ)
1. αποκομμένη, αποχωρισμένη
2. ως ουσ. παραφυάδα αποκομμένη για φύτεμα, καταβολάδα
3. κομμένο σταφύλι, τσαμπί
4. παραπόταμος.

Greek Monotonic

ἀποσπάς: -άδος, ἡ, παραφυάδα που έχει κοπεί από δέντρο για να μεταφυτευθεί, κλαδί κληματαριάς με τσαμπί σταφύλια, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀποσπάω
a slip torn from a tree, a vine-branch or bunch of grapes, Anth.: and