ἀϊδνός: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀϊδνός:''' -ή, -όν (*[[εἴδω]]), [[αόρατος]], [[σκοτεινός]], σε Ησίοδ.· ομοίως και· ἀ-ϊδνής, <i>-ές</i>, Ποιητ. [[παρά]] Πλουτ.
|lsmtext='''ἀϊδνός:''' -ή, -όν (*[[εἴδω]]), [[αόρατος]], [[σκοτεινός]], σε Ησίοδ.· ομοίως και· ἀ-ϊδνής, <i>-ές</i>, Ποιητ. [[παρά]] Πλουτ.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν ([[ἰδεῖν]]), <i>[[unsichtbar]], [[verborgen]]</i>, οὔρεος βῆσσαι Hes. <i>Th</i>. 860; [[νύξ]], poet. bei Plut. <i>de εἰ delph</i>. 20; [[λιγνύς]] Ap.Rh. 1.389.
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀϊδνός Medium diacritics: ἀϊδνός Low diacritics: αϊδνός Capitals: ΑΪΔΝΟΣ
Transliteration A: aïdnós Transliteration B: aidnos Transliteration C: aidnos Beta Code: a)i+dno/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἀ- priv., Ϝιδεῖν) poet. word, = ἀϊδής, unseen, obscure, Hes.Th.860, A.Fr.451A; λιγνύς A.R.1.389; Νύξ Lyr.Adesp.92:— later ἀϊδνήεις, εσσα, εν, καπνός Euph.139: ἀϊδνής, ές, πηλός Call.Fr. anon.220 (as v.l.), cf. Opp.H.4.245 (perhaps -νῆς, contr. fr. -νήεις).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
oscuro, tenebroso ἐν βήσσῃσιν ἀϊδνῇς Hes.Th.860, cf. A.Fr.407a, Νύξ Lyr.Adesp.78, λιγνύς A.R.1.389, κῆρες Orph.A.1029, cf. Lyr.Adesp.390.5S.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. ἀϊδνής.

Russian (Dvoretsky)

ἀϊδνός: темный, мрачный (οὔρεος βῆσσαι Hes.; νύξ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀϊδνός: -ή, -όν, (α στερ., Fιδεῖν), ποιητ. λέξ., = ἀΐδιος, ἀϊδής, ἀόρατος, κεκρυμμένος, ἀμαυρός. Ἡσ. Θ. 860: - μεταγεν. ἀϊδνήεις, εσσα, εν, Εὐφορίων 60· καὶ ἀϊδνής, ές, Ποιητ. παρὰ Πλουτ. Θησ. 1, Ὀππ. Ἁλ. 4, 245.

Greek Monotonic

ἀϊδνός: -ή, -όν (*εἴδω), αόρατος, σκοτεινός, σε Ησίοδ.· ομοίως και· ἀ-ϊδνής, -ές, Ποιητ. παρά Πλουτ.

German (Pape)

ή, όν (ἰδεῖν), unsichtbar, verborgen, οὔρεος βῆσσαι Hes. Th. 860; νύξ, poet. bei Plut. de εἰ delph. 20; λιγνύς Ap.Rh. 1.389.