ἀφύσικος: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀφύσικος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1)</b> [[не соответствующий законам природы]], [[неестественный]] Sext.;<br /><b class="num">2)</b> [[лишенный дарования]], [[бездарный]] Diog. L.
|elrutext='''ἀφύσικος:''' (ῠ)<br /><b class="num">1</b> [[не соответствующий законам природы]], [[неестественный]] Sext.;<br /><b class="num">2</b> [[лишенный дарования]], [[бездарный]] Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:49, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφύσικος Medium diacritics: ἀφύσικος Low diacritics: αφύσικος Capitals: ΑΦΥΣΙΚΟΣ
Transliteration A: aphýsikos Transliteration B: aphysikos Transliteration C: afysikos Beta Code: a)fu/sikos

English (LSJ)

[ῠ], A unphilosophical, unscientific, Arist. ap. S.E.M.10.46. 2 contrary to the laws of nature, ib.250.

Spanish (DGE)

-ον
1 antifísico de Parménides y Meliso, según Aristóteles, Arist.Fr.9 p.77 Ross, cf. S.E.M.10.250.
2 sobrenatural μυστηρίου εἴδησις Alex.Al.Ep.Alex.21.

German (Pape)

[Seite 416] ohne natürliche Anlagen, Diog. L. 7, 170.

Russian (Dvoretsky)

ἀφύσικος: (ῠ)
1 не соответствующий законам природы, неестественный Sext.;
2 лишенный дарования, бездарный Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφύσικος: [ῠ], ὁ μὴ παραδεχόμενος τὰ πορίσματα τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 250. ΙΙ. ὁ μὴ σύμφωνος τῇ φύσει, ὁ μὴ φυσικός, Θεοδώρητ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφύσικος, -ον)
αυτός που δεν είναι φυσικός, ο αντίθετος προς του νόμους της φύσης
νεοελλ.
1. προσποιητός, ασυνήθιστος
2. υπερβολικά μεγάλος
3. αυτός που έχει υπερβολικά μεγάλο πέος
4. αισχρός, βδελυρός
5. σεξουαλικά διεστραμμένος
6. άσχημος, δύσμορφος.