ἐλελίχθων: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐλελίχθων''': -ον, ([[ἐλελίζω]] Α) ὁ σείων τὴν γῆν, [[τετραορία]] Πινδ. Π. ??? 8· Ἐλέλιχθον, δηλ. Πόσειδον, [[αὐτόθι]] 6. 50· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 153 ὁ [[Βάκχος]] καλεῖται ὁ Θήβας [[ἐλελίχθων]], [[ἐπειδὴ]] τὸ [[ἔδαφος]] ἐσείετο ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν χορευόντων θιασωτῶν | |lstext='''ἐλελίχθων''': -ον, ([[ἐλελίζω]] Α) ὁ σείων τὴν γῆν, [[τετραορία]] Πινδ. Π. ??? 8· Ἐλέλιχθον, δηλ. Πόσειδον, [[αὐτόθι]] 6. 50· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 153 ὁ [[Βάκχος]] καλεῖται ὁ Θήβας [[ἐλελίχθων]], [[ἐπειδὴ]] τὸ [[ἔδαφος]] ἐσείετο ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν χορευόντων θιασωτῶν αὐτοῦ, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 1, καὶ τὸν Spanh. ἐν τόπῳ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:36, 11 December 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (ἐλελίζω *a) earth-shaking, τετραορία Pi.P.2.4; Ἐλέλιχθον, i.e. Poseidon, ib.6.50:—in S.Ant.153 Dionysus is called ὁ Θήβας ἐ. because the ground shook beneath the feet of his dancing bands.
Spanish (DGE)
-ον, gen. -ονος
que sacude la tierra τετραορία Pi.P.2.4, epít. de Posidón, Pi.P.6.50, ὁ Θήβας ἐ. el que sacude Tebas, e.e., Dioniso por las danzas de las Bacantes, S.Ant.154.
• Etimología: De ἐλελίζω y χθών.
German (Pape)
[Seite 795] ονος, ὁ, erderschütternd, Poseidon, Pind. P. 6, 50; τετραορία 2, 4; Βάκχος Θήβας ἐλ. Soph. Ant. 154, der das Land erschüttert, wobei an die bacchischen Reigen zu denken, schlechtere Lesart ἐλελίζων.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui ébranle la terre.
Étymologie: ἐλελίζω¹, χθών.
Russian (Dvoretsky)
ἐλελίχθων: 2, gen. ονος сотрясающий землю (Ποσειδάων Pind.; Βάκχος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐλελίχθων: -ον, (ἐλελίζω Α) ὁ σείων τὴν γῆν, τετραορία Πινδ. Π. ??? 8· Ἐλέλιχθον, δηλ. Πόσειδον, αὐτόθι 6. 50· - ἐν Σοφ. Ἀντ. 153 ὁ Βάκχος καλεῖται ὁ Θήβας ἐλελίχθων, ἐπειδὴ τὸ ἔδαφος ἐσείετο ὑπὸ τοὺς πόδας τῶν χορευόντων θιασωτῶν αὐτοῦ, πρβλ. Καλλ. εἰς Ἀπόλλ. 1, καὶ τὸν Spanh. ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
ἐλελίχθων, ο (Α)
1. αυτός που σείει τη γη
2. επίθ. του Ποσειδώνος που προκαλεί τον σεισμό και του Βάκχου του οποίου οι χορευτές τραντάζουν τη γη.
Greek Monotonic
ἐλελίχθων: -ον (ἐλελίζω Α), αυτός που σείει, τραντάζει τη γη, σε Σοφ.