ἐνάγισμα: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=enagisma | |Transliteration C=enagisma | ||
|Beta Code=e)na/gisma | |Beta Code=e)na/gisma | ||
|Definition=ατος, τό, [[an offering to the dead]], | |Definition=-ατος, τό, [[an offering to the dead]], Ar.''Fr.'' 488.12, Arist.''Ath.''58.1, Epicur.''Fr.''217, Luc.''Merc.Cond.''28, D.C.67.9. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό, an offering to the dead, Ar.Fr. 488.12, Arist.Ath.58.1, Epicur.Fr.217, Luc.Merc.Cond.28, D.C.67.9.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 ofrenda funeraria gener. en plu.
a) en el culto a los difuntos θύομεν αὐτοῖσι τοῖς ἐναγίσμασιν ὥσπερ θεοῖσι Ar.Fr.504, ἐναγίσματα τῷ τε πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς Epicur.[1] 18, cf. Aristid.Or.18.8, μὴ ... ἀφέλησθε ... τοὺς τάφους τὰ ἐναγίσματα App.Pun.84, χοαὶ καὶ πόπανα καὶ ἐναγίσματα libaciones, pasteles y ofrendas (para los muertos), Luc.Cat.2, cf. Merc.Cond.28;
b) en el culto a los héroes Ἁρμοδίῳ καὶ Ἀριστογείτονι ἐναγίσματα ποιεῖ Arist.Ath.58.1, τοὺς μὲν τάφους τῶν ἡρώων ... ἐναγίσμασι ... ἐτίμησεν D.S.17.17, cf. D.C.77.16.7, a Eteocles y Polinices, Philostr.Im.2.29, a Áyax, Philostr.Her.40.13, Θετταλοὶ γὰρ τὰ ἐναγίσματα ... ἐκλελοίπασί μοι habla Aquiles, Philostr.VA 4.16, cf. Her.69.17, Eus.Hierocl.28.4.
2 crist. ofrenda de los Reyes Magos a Cristo σμύρνης ἐναγίσματα Synes.Hymn.6.27.
German (Pape)
[Seite 824] τό, dargebrachtes Todtenopfer; Ar. Stob. fl. 121, 18 (v. 12); Luc. merc. cond. 28 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sacrifice funèbre ou expiatoire.
Étymologie: ἐναγίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνάγισμα: ατος τό Arph., Luc. = ἐναγισμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάγισμα: τό, χοαὶ ἢ προσφοραὶ ἐκ μύρων, σμύρνης, κλ. εἰς τὰς σκιὰς τῶν ἀποθανόντων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445 a. 13, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 28, Δίων Κ. 67. 9.
Greek Monolingual
ἐνάγισμα, το (Α)
το αποτέλεσμα του εναγίζω, η θυσία σε νεκρούς ή ήρωες, οι συνηθιζόμενες προσφορές προς τους νεκρούς.
Greek Monotonic
ἐνάγισμα: -ατος, τό, νεκρική θυσία, μνημόσυνο, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἐνάγισμα, ατος, τό, n
an offering to the manes, Luc. [from ἐναγίζω