ἐμπληξία: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> stupidité ; démence;<br /><b>2</b> instabilité, inconstance.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμπληκτος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> stupidité ; démence;<br /><b>2</b> [[instabilité]], [[inconstance]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔμπληκτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:44, 30 November 2022
English (LSJ)
ἡ, A amazement: hence, stupidity, Aeschin.3.214, Aristid. 1.413,427 J., Gal.8.690; ἐ. ἡ ἄλογος φιλανθρωπία App.Sam.4.4. 2 πολιτείας ἐ. capriciousness of policy, Aeschin.2.164. 3 frantic energy, Plu.2.56c.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 aturdimiento, precipitación incontrolada e irracional τοῦ Δημοσθένους Aeschin.3.214, cf. 2.164, ἐν δὲ ταῖς κολακείαις ὁρᾶν χρὴ ... ἐμπληξίαν ... ὀξύτητα (καλουμένην) en las adulaciones hay que observar que la improvisación es llamada agudeza Plu.2.56c, ἡ ἀλόγιστος ἐ. op. λογισμός D.C.43.15, cf. Gr.Naz.M.35.573A.
2 tontería, estupidez δόξα ἐμπληξίας Aristid.Or.11.26, ἐ. γὰρ ἡ ἄλογος φιλανθρωπία App.Sam.4, ὑπ' ἐμπληξίας φοβερός ἐστι Μέτελλος Plu.Cat.Mi.20, cf. Ant.87, Aristid.Or.12.3, Gal.8.691, Herm.Irris.5, Gr.Naz.M.36.160A.
German (Pape)
[Seite 814] ἡ, Betroffenheit, Verlegenheit, Unbesonnenheit; καὶ δειλία Aesch. 3, 214, vgl. 2, 164; Sp., wie Plut., der es mit ἀφροσύνη vrbdt, Anton. 87.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 stupidité ; démence;
2 instabilité, inconstance.
Étymologie: ἔμπληκτος.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπληξία: ἡ безрассудство, неразумие Aeschin., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπληξία: ἡ, θάμβος, ἔκπληξις, Λατ. stupor: ἐντεῦθεν, ἠλιθιότης, ἀφροσύνη, μωρία, Αἰσχίν. 84. 30. 2) πολιτείας ἐμπληξία, ἄλογος ἢ ἐμπαθὴς μεταβολὴ ἢ ἀσταθὴς πολιτεία, μὴ συμφωνοῦσα πρὸς ἑαυτήν, ὁ αὐτ. 50. 10.
Greek Monolingual
ἐμπληξία, η (Α)
1. κατάπληξη
2. ανοησία, μωρία
3. (για την πολιτική) αστάθεια
4. αλόγιστη ενέργεια.
Greek Monotonic
ἐμπληξία: ἡ, κατάπληξη, ηλιθιότητα, σε Αισχίν.