ἐπιχαρής: Difference between revisions
ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epicharis | |Transliteration C=epicharis | ||
|Beta Code=e)pixarh/s | |Beta Code=e)pixarh/s | ||
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[gratifying]], [[agreeable]], τίς ὧδε τλησικάρδιος.., ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῆ; <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>161</span> (lyr.); πόρνη καλὴ καὶ ἐ. <span class="bibl">LXX <span class="title">Na.</span>3.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of a person, [[rejoiced at]], πτώματι ἐχθρῶν <span class="bibl">LXX <span class="title">Jb.</span>31.29</span>.</span> | |Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[gratifying]], [[agreeable]], τίς ὧδε τλησικάρδιος.., ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῆ; <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>161</span> (lyr.); πόρνη καλὴ καὶ ἐ. <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Na.</span>3.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of a person, [[rejoiced at]], πτώματι ἐχθρῶν <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Jb.</span>31.29</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:55, 15 October 2022
English (LSJ)
ές, A gratifying, agreeable, τίς ὧδε τλησικάρδιος.., ὅτῳ τάδ' ἐπιχαρῆ; A.Pr.161 (lyr.); πόρνη καλὴ καὶ ἐ. LXX Na.3.4. II of a person, rejoiced at, πτώματι ἐχθρῶν LXX Jb.31.29.
German (Pape)
[Seite 1002] ές, 11 erfreuend, angenehm, τινί, Aesch. Prom. 160. – 21 erfreut worüber, τινί, LXX.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
réjouissant, agréable.
Étymologie: ἐπιχαίρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχᾰρής: радостный, приятный (τινι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχᾰρής: -ές, εὐχάριστος, χαροποιός, τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ; Αἰσχύλ. Πρ. 160. ΙΙ. ἐπὶ προσώπου, ὁ χαίρων ἐπί τινι, εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΑ΄, 29).
Greek Monolingual
ἐπιχαρής, -ές (Α)
1. ευχάριστος, χαροποιός («τίς ὧδε τλησικάρδιος θεῶν, ὅτῳ τάδ’ ἐπιχαρῆ;» — ποιός απ’ τους θεούς είναι τόσο ασυγκίνητος ώστε αυτά να τον χαροποιούν; Αισχύλ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που χαίρεται για κάτι («εἰ δὲ καὶ ἐπιχαρὴς ἐγενόμην πτώματι ἐχθρῶν μου» — αν χάρηκα για την πτώση, την ήττα τών εχθρών μου, ΠΔ)
3. (για πρόσωπο) ελκυστικός, γοητευτικός («πόρνη καλή καὶ ἐπιχαρής», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρής < χάρος, το ή θ. χαρ- (ε-χάρ-ην)].
Greek Monotonic
ἐπιχᾰρής: -ές (χαρά), ευχάριστος, αρεστός, προσηνής, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἐπι-χᾰρής, ές χαρά
gratifying, agreeable, Aesch.