ἐρισμάραγος: Difference between revisions
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />au fracas épouvantable.<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, σμάραγος. | |btext=ος, ον :<br />][[au fracas épouvantable]].<br />'''Étymologie:''' ἐρι-, σμάραγος. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:35, 8 January 2023
English (LSJ)
[μᾰ], ον, loud-thundering, epithet of Zeus, Hes.Th.815, IGRom.4.360.13 (Pergam.), etc.; θάλασσα Musae.318; ἀστραπή Luc. Tim.1.
German (Pape)
[Seite 1031] sehr tosend, donnernd, Zeus, Hes. Th. 815 u. sp. D., wie Nonn. D. 36, 304; θάλασσα Mus. 318; ἀστραπή Luc. Tim. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]au fracas épouvantable.
Étymologie: ἐρι-, σμάραγος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρισμάρᾰγος: (μᾰ) оглушительно грохочущий, гремящий (Ζεύς Hes.; ἀστραπή Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρισμάρᾰγος: -ον, ἠχηρῶς βροντῶν ὡς τὸ ἐρίκτυπος, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ἡσ. Θ. 815, κτλ.· θάλασσα Μουσαῖος 318· ἀστραπὴ Λουκ. Τίμ. 1.
Greek Monolingual
ἐρισμάραγος, -ον (Α)
1. (για τον Δία) αυτός που βροντά ηχηρά («ἐρισμαράγοιο Διός», Ησίοδ.)
2. (για την αστραπή) («ἐρισμάραγος ἀστραπή», Λουκιαν.)
3. γεν. αυτός που ηχεί δυνατά («ἐρισμάραγος θάλασσα», Μουσαί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -σμάραγος (< σμαραγώ «κάνω θόρυβο», πρβλ. ερισφάραγος)].
Greek Monotonic
ἐρισμάρᾰγος: -ον, αυτός που ρίχνει δυνατά αστροπελέκια, βροντερός, λέγεται για τον Δία, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
ἐρι-σμάρᾰγος, ον
loud-thundering, of Zeus, Hes.