ἔμβλεμμα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />regard dirigé sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβλέπω]].
|btext=ατος (τό) :<br />][[regard dirigé sur]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβλέπω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβλεμμα Medium diacritics: ἔμβλεμμα Low diacritics: έμβλεμμα Capitals: ΕΜΒΛΕΜΜΑ
Transliteration A: émblemma Transliteration B: emblemma Transliteration C: emvlemma Beta Code: e)/mblemma

English (LSJ)

ατος, τό, looking straight at, X.Cyn.4.4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό mirada de soslayo εἰς τὴν ὕλην X.Cyn.4.4.

German (Pape)

[Seite 805] τό, Blick ins Angesicht, Xen. Cyn. 4, 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
]regard dirigé sur.
Étymologie: ἐμβλέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἔμβλεμμα: ατος τό взгляд: τὰ ἀναβλέμματα καὶ ἐμβλέμματα τὰ ἐπί τι Xen. взгляды, бросаемые то назад, то (снова) на что-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβλεμμα: τό, τὸ βλέπειν κατ’ εὐθεῖαν πρός τι, Ξεν. Κύρ. 4. 4.

Greek Monolingual

ἔμβλεμμα, το (Α)
βλέμμα κατά πρόσωπο, κατ' ευθείαν.

Greek Monotonic

ἔμβλεμμα: -ατος, τό, βλέμμα κατ' ευθείαν προς κάτι, κοίταγμα, «κάρφωμα» κατά πρόσωπο, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἔμβλεμμα, ατος, τό,
a looking straight at, Xen. [from ἐμβλέπω