ὀρθογώνιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὀρθογώνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ορθές γωνίες (α. «ορθογώνιο [[τρίγωνο]]» — [[τρίγωνο]] το οποίο έχει μία από τις γωνίες ορθή<br />β. «ορθογώνιο παραλληλόγραμμο» — παραλληλόγραμμο του οποίου οι πλευρές [[είναι]] ανά δύο κάθετες [[μεταξύ]] τους)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ορθογώνιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τετράπλευρο]] του οποίου οι [[τέσσερεις]] γωνίες [[είναι]] ορθές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ορθογωνίως</i> και -α (Α ὀρθογωνίως)<br />[[κατά]] τρόπο ορθογώνιο, [[κατά]] ορθή [[γωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γώνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γωνία]]), <b>πρβλ.</b> <i>οξυ</i>-[[γώνιος]]].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ὀρθογώνιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ορθές γωνίες (α. «ορθογώνιο [[τρίγωνο]]» — [[τρίγωνο]] το οποίο έχει μία από τις γωνίες ορθή<br />β. «ορθογώνιο παραλληλόγραμμο» — παραλληλόγραμμο του οποίου οι πλευρές [[είναι]] ανά δύο κάθετες [[μεταξύ]] τους)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ορθογώνιο</i>(<i>ν</i>)<br />[[τετράπλευρο]] του οποίου οι [[τέσσερεις]] γωνίες [[είναι]] ορθές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ορθογωνίως</i> και -α (Α ὀρθογωνίως)<br />[[κατά]] τρόπο ορθογώνιο, [[κατά]] ορθή [[γωνία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[γώνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[γωνία]]), [[πρβλ]]. [[οξυγώνιος]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:52, 11 May 2023

German (Pape)

[Seite 374] grad-, rechtwinklig, τρίγωνον, Tim. Locr. 98 a, wie Ath. X, 418 f u. Mathem.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθογώνιος: прямоугольный (τρίγωνον Plat., Arst., Diog. L.; παραλληλόγραμμον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθογώνιος: -ον, ὁ ἔχων ὀρθὴν γωνίαν, Τίμ. Λοκρ. 98Α, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 2, 2· - παρ’ Ἀρχύτ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 784, ὀρθὰ γωνία εἶναι ἡ πιθαν. γραφή, καὶ οὕτως ἀποκατεστάθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Meineke.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ὀρθογώνιος, -ον)
1. αυτός που έχει ορθές γωνίες (α. «ορθογώνιο τρίγωνο» — τρίγωνο το οποίο έχει μία από τις γωνίες ορθή
β. «ορθογώνιο παραλληλόγραμμο» — παραλληλόγραμμο του οποίου οι πλευρές είναι ανά δύο κάθετες μεταξύ τους)
2. το ουδ. ως ουσ. το ορθογώνιο(ν)
τετράπλευρο του οποίου οι τέσσερεις γωνίες είναι ορθές.
επίρρ...
ορθογωνίως και -α (Α ὀρθογωνίως)
κατά τρόπο ορθογώνιο, κατά ορθή γωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -γώνιος (< γωνία), πρβλ. οξυγώνιος].