ὑποτρώγω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "d’u" to "d'u")
m (pape replacement)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑποτρώγω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπ-έτρᾰγον</i>· [[τρώω]] προκαταρκτικά (σαν ορεκτικό), σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑποτρώγω:''' μέλ. <i>-ξομαι</i>, αόρ. βʹ <i>ὑπ-έτρᾰγον</i>· [[τρώω]] προκαταρκτικά (σαν ορεκτικό), σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξομαι aor2 ὑπ-έτρᾰγον<br />to eat by way of [[preparation]], Xen.
|mdlsjtxt=fut. ξομαι aor2 ὑπ-έτρᾰγον<br />to eat by way of [[preparation]], Xen.
}}
{{pape
|ptext=([[τρώγω]]), <i>[[darunter]] od. dazu [[essen]]</i>, Xenophan. bei Ath. II.54e; <i>[[heimlich]] oder [[vorher]] [[essen]]</i>, Xen. <i>Symp</i>. 4.9; – auch ποταμὸς τοῖχον ὑποτρώγει, <i>von [[unten]], [[allmälig]] [[benagen]], unterspülen</i>, Callim. 6 (XII.139).
}}
}}

Revision as of 16:43, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτρώγω Medium diacritics: ὑποτρώγω Low diacritics: υποτρώγω Capitals: ΥΠΟΤΡΩΓΩ
Transliteration A: hypotrṓgō Transliteration B: hypotrōgō Transliteration C: ypotrogo Beta Code: u(potrw/gw

English (LSJ)

A eat with other things, Xenoph.22.3. II eat by way of preparation, X.Smp.4.9. III metaph., eat away from below, τοῖχον ὑ. ποταμός Call.Epigr.45.4.

French (Bailly abrégé)

1 manger en outre;
2 manger pour s'ouvrir l'appétit;
3 fig. ronger en dessous en parl. d'un fleuve.
Étymologie: ὑπό, τρώγω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρώγω:
1) закусывать вначале, предварительно съедать (κρόμμυον Xen.);
2) (о реке), подмывать, подрывать, (τοῖχον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρώγω: μέλλ. -ξομαι, τρώγω τι ὡς τράγημα ἐν ᾧ πίνω, πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ’ ἐρέβινθον Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 54Ε. ΙΙ. τρώγω προκαταρκτικῶς, προπαρασκευαστικῶς, Ξεν. Συμπ. 4. 9. ΙΙΙ. μεταφορ., τρώγω, φθείρω κάτωθεν, ὡς ὁ ποταμὸς τὰς ὄχθας του, Καλλ. Ἐπιγρ. 45. 4.

Greek Monolingual

Α τρώγω
1. τρώω λίγο λίγο πίνοντας κρασί ή άλλο ποτό («πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ' ἐρέβινθον», Ξεν.)
2. τρώω πριν από το κύριο γεύμακρόμμυον ὑποτρώγειν», Ξεν.)
3. φθείρω αποκάτω, προκαλώ διάβρωση («τοῑχον ὑποτρώγων ἡσύχιος ποταμός», Καλλ.).

Greek Monotonic

ὑποτρώγω: μέλ. -ξομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έτρᾰγον· τρώω προκαταρκτικά (σαν ορεκτικό), σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ξομαι aor2 ὑπ-έτρᾰγον
to eat by way of preparation, Xen.

German (Pape)

(τρώγω), darunter od. dazu essen, Xenophan. bei Ath. II.54e; heimlich oder vorher essen, Xen. Symp. 4.9; – auch ποταμὸς τοῖχον ὑποτρώγει, von unten, allmälig benagen, unterspülen, Callim. 6 (XII.139).