αὐλητήριον: Difference between revisions
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αὐλητήριον''': τό, «[[τόπος]] παρὰ Ταραντίνοις» Ἡσύχ.· - ἐν τῷ ἐν τοῖς Ἠθ. Πλουτ. (1109Ε) χωρίῳ, σύμμικτον, [[ὥστε]] [[γλεῦκος]] [[αὐλητήριον]], ἐάν ἡ [[λέξις]] δὲν [[εἶναι]] ἐφθαρμένη, [[ἴσως]] σημαίνει τὸ ἐν βρασμῷ [[γλεῦκος]]. | |lstext='''αὐλητήριον''': τό, «[[τόπος]] παρὰ Ταραντίνοις» Ἡσύχ.· - ἐν τῷ ἐν τοῖς Ἠθ. Πλουτ. (1109Ε) χωρίῳ, σύμμικτον, [[ὥστε]] [[γλεῦκος]] [[αὐλητήριον]], ἐάν ἡ [[λέξις]] δὲν [[εἶναι]] ἐφθαρμένη, [[ἴσως]] σημαίνει τὸ ἐν βρασμῷ [[γλεῦκος]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[γλεῦκος]], [[wahrscheinlich]] [[falsa lectio|f.l.]], von ungewisser Bdtg, Plut. <i>adv. Col</i>. 6. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:00, 24 November 2022
English (LSJ)
τό, a place at Tarentum, Id.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 sent. dud., quizá sonido como el de una flauta σύμμικτον ὥστε γλεῦκος αὐλητήριον Trag.Adesp.420.
2 τόπος παρὰ Ταραντίνοις Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλητήριον: τό, «τόπος παρὰ Ταραντίνοις» Ἡσύχ.· - ἐν τῷ ἐν τοῖς Ἠθ. Πλουτ. (1109Ε) χωρίῳ, σύμμικτον, ὥστε γλεῦκος αὐλητήριον, ἐάν ἡ λέξις δὲν εἶναι ἐφθαρμένη, ἴσως σημαίνει τὸ ἐν βρασμῷ γλεῦκος.
German (Pape)
γλεῦκος, wahrscheinlich f.l., von ungewisser Bdtg, Plut. adv. Col. 6.