κυματοαγής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui se brise comme les vagues.<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]], [[ἄγνυμι]]. | |btext=ής, ές :<br />[[qui se brise comme les vagues]].<br />'''Étymologie:''' [[κῦμα]], [[ἄγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:45, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, (ἄγνυμι) breaking like waves, ἆται S.OC1243 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1530] ές, Wogen brechend, bei Soph. O. C. 1245 ch. δειναὶ κυματοαγεῖς ἆται, das wie Wogen anstürmende u. sich brechende, brandende Unheil.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se brise comme les vagues.
Étymologie: κῦμα, ἄγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
κῡμᾰτοᾱγής: разбивающийся наподобие (набегающей) волны (ᾆται Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
κῡμᾰτοᾱγής: -ές, (ἄγνυμι) ὁ ῥηγνύμενος ὡς κῦμα, δειναὶ κυματοαγεῖς ἆται Σοφ. Ο. Κ. 1243.
Greek Monolingual
κυματοαγής, -ές (Α)
αυτός που εκδηλώνεται ή ξεσπά σαν το κύμα («δεινοὶ κυματοαγεῖς ἆται», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + -αγής (< ἀγή «σπάσιμο» < ἄγνυμι «σπάζω»)].
Greek Monotonic
κῡμᾰτοᾱγής: -ές (ἄγνυμι), αυτός που ξεσπάει όπως τα κύματα, σε Σοφ.
Middle Liddell
κῡμᾰτο-ᾱγής, ές ἄγνυμι
breaking like waves, Soph.