σωματοφύλαξ: Difference between revisions
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=somatofylaks | |Transliteration C=somatofylaks | ||
|Beta Code=swmatofu/lac | |Beta Code=swmatofu/lac | ||
|Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[bodyguard]], Sammelb.3941.5 (ii B.C.), <span class="bibl">Plb.15.32.6</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">Vit.</span>18</span>, Gal.14.624: in plural, <span class="bibl">Plb.8.20.8</span>, al., <span class="bibl">LXX <span class="title">Ju.</span>12.7</span>, <span class="bibl">D.S.34.2</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>1.6.5</span>, <span class="bibl">Hdn.4.13.1</span>: as adjective, [[protecting the body]], φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας <span class="title">PMag.Lond.</span> 121.597. | |Definition=[ῠ], ᾰκος, ὁ, [[bodyguard]], Sammelb.3941.5 (ii B.C.), <span class="bibl">Plb.15.32.6</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">Vit.</span>18</span>, Gal.14.624: in plural, <span class="bibl">Plb.8.20.8</span>, al., <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ju.</span>12.7</span>, <span class="bibl">D.S.34.2</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>1.6.5</span>, <span class="bibl">Hdn.4.13.1</span>: as adjective, [[protecting the body]], φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας <span class="title">PMag.Lond.</span> 121.597. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:10, 15 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, bodyguard, Sammelb.3941.5 (ii B.C.), Plb.15.32.6, J.Vit.18, Gal.14.624: in plural, Plb.8.20.8, al., LXX Ju.12.7, D.S.34.2, Arr.An.1.6.5, Hdn.4.13.1: as adjective, protecting the body, φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας PMag.Lond. 121.597.
German (Pape)
[Seite 1060] ακος, ὁ, Leibwächter, Leibwache; Ar. An. 1, 6, 8; Hdn. 4, 13, 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωμᾰτοφύλαξ -κος, ὁ [σῶμα, φύλαξ] lijfwacht, bodyguard.
Russian (Dvoretsky)
σωμᾰτοφύλαξ: ακος (ῠ) ὁ телохранитель Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φύλαξ τοῦ σώματος τινος, ὁ τὸ σῶμα φυλάσσων τοῦ βασιλέως, φύλαξ τῆς ζωῆς αὐτοῦ, δορυφόρος, Γαλην. - ἐν τῷ πληθ., Διοδ. Ἐκλογ. 529. 53, Ἀρρ. Ἀν. 1. 6, 5, Ἡρῳδιαν. 4. 13.
Spanish
Greek Monolingual
ο σωματοφύλακας / σωματοφύλαξ, -ακος, ΝΜΑ, θηλ. σωματοφυλάκισσα Μ
άτομο επιφορτισμένο με τη διαφύλαξη της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας ενός προσώπου (α. «οι σωματοφύλακες του Προέδρου της Δημοκρατίας» β. «καὶ προσέταξεν Ὀλοφέρνης τοῖς σωματοφύλαξιν μή διακωλύειν αὐτήν», ΠΔ
γ. «τότε δὲ σωματοφύλαξ ὑπάρχων μάλιστα προσεῖχε τῷ βασιλεῖ», Πολ.)
αρχ.
ως επίθ. αυτός που προστατεύει το σώμα από κάποιο κακό («φυλακτήριον σωματοφύλαξ πρὸς δαίμονας», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + φύλαξ, -αχος].