υβρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑβρίζω]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ὑβρίσδω]] Α<br />[[εκφέρω]] ύβρεις, [[προσβάλλω]] την [[τιμή]] ή την [[αξιοπρέπεια]] κάποιου με [[λόγια]] ή με πράξεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βρίζω]]<br /><b>2.</b> [[εκστομίζω]] [[λόγια]] ή [[προβαίνω]] σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε [[κάτι]] («υβρίζουν τα [[θεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φέρομαι με [[αυθάδεια]], [[συμπεριφέρομαι]] υπερφίαλα, παρεκτρέπομαι, ζω στην [[ακολασία]] (α. «ὁππότ' ἀνὴρ [[ἄδικος]] καὶ [[ἀτάσθαλος]]... ὑβρίζει πλούτῳ κεκορημένος», <b>Θέογν.</b><br />β. «ὑμῖν ὑβρισθείς<br />θεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῖσθέ νιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[δικανικός]] όρος στο αττ. δίκ.) [[κακοποιώ]] ή [[βιάζω]] («γυναῑκες και παῖδες ὑβρίζονται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[εκδηλώνω]] τη [[δύναμη]] και την [[ευρωστία]] μου με ζωηρές κινήσεις<br /><b>4.</b> (για ποταμό) [[ξεχειλίζω]] και [[παρασύρω]] με το [[ρεύμα]] μου<br /><b>5.</b> (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και [[γρήγορα]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με σαρκική [[επαφή]]) [[διαπράττω]] [[ασέλγεια]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑβρίζομαι</i><br />ευνουχίζομαι<br /><b>8.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ὑβρισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />υπερβολικά [[επιδεικτικός]]<br /><b>9.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑβρισμένα</i><br />οι σωματικές βλάβες, οι κακώσεις<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑβρίζω]] ἐπί τινα» — [[αλαζονεύομαι]] για την [[νίκη]] μου [[εναντίον]] κάποιου (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ὑβρίζομαι τὰς γνάθους» — [[κακοποιώ]] τα μάγουλα» (<b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=[[ὑβρίζω]], ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[ὑβρίσδω]] Α<br />[[εκφέρω]] ύβρεις, [[προσβάλλω]] την [[τιμή]] ή την [[αξιοπρέπεια]] κάποιου με [[λόγια]] ή με πράξεις<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[βρίζω]]<br /><b>2.</b> [[εκστομίζω]] [[λόγια]] ή [[προβαίνω]] σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε [[κάτι]] («υβρίζουν τα [[θεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> φέρομαι με [[αυθάδεια]], [[συμπεριφέρομαι]] υπερφίαλα, παρεκτρέπομαι, ζω στην [[ακολασία]] (α. «ὁππότ' ἀνὴρ [[ἄδικος]] καὶ [[ἀτάσθαλος]]... ὑβρίζει πλούτῳ κεκορημένος», <b>Θέογν.</b><br />β. «ὑμῖν ὑβρισθείς<br />θεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῖσθέ νιν», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[δικανικός]] όρος στο αττ. δίκ.) [[κακοποιώ]] ή [[βιάζω]] («γυναῖκες και παῖδες ὑβρίζονται», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ζώα) [[εκδηλώνω]] τη [[δύναμη]] και την [[ευρωστία]] μου με ζωηρές κινήσεις<br /><b>4.</b> (για ποταμό) [[ξεχειλίζω]] και [[παρασύρω]] με το [[ρεύμα]] μου<br /><b>5.</b> (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και [[γρήγορα]]<br /><b>6.</b> (σχετικά με σαρκική [[επαφή]]) [[διαπράττω]] [[ασέλγεια]]<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑβρίζομαι</i><br />ευνουχίζομαι<br /><b>8.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ὑβρισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />υπερβολικά [[επιδεικτικός]]<br /><b>9.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑβρισμένα</i><br />οι σωματικές βλάβες, οι κακώσεις<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑβρίζω]] ἐπί τινα» — [[αλαζονεύομαι]] για την [[νίκη]] μου [[εναντίον]] κάποιου (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ὑβρίζομαι τὰς γνάθους» — [[κακοποιώ]] τα μάγουλα» (<b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:50, 6 February 2024

Greek Monolingual

ὑβρίζω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίσδω Α
εκφέρω ύβρεις, προσβάλλω την τιμή ή την αξιοπρέπεια κάποιου με λόγια ή με πράξεις
νεοελλ.
1. βρίζω
2. εκστομίζω λόγια ή προβαίνω σε εκδηλώσεις αντίθετες με τον οφειλόμενο σεβασμό σε κάτι («υβρίζουν τα θεία»)
αρχ.
1. φέρομαι με αυθάδεια, συμπεριφέρομαι υπερφίαλα, παρεκτρέπομαι, ζω στην ακολασία (α. «ὁππότ' ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀτάσθαλος... ὑβρίζει πλούτῳ κεκορημένος», Θέογν.
β. «ὑμῖν ὑβρισθείς
θεὸν γὰρ οὐχ ἡγεῖσθέ νιν», Ευρ.)
2. (ως δικανικός όρος στο αττ. δίκ.) κακοποιώ ή βιάζω («γυναῖκες και παῖδες ὑβρίζονται», Θουκ.)
3. (για ζώα) εκδηλώνω τη δύναμη και την ευρωστία μου με ζωηρές κινήσεις
4. (για ποταμό) ξεχειλίζω και παρασύρω με το ρεύμα μου
5. (για φυτά) αυξάνομαι πολύ και γρήγορα
6. (σχετικά με σαρκική επαφή) διαπράττω ασέλγεια
7. παθ. ὑβρίζομαι
ευνουχίζομαι
8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ὑβρισμένος, -η, -ον
υπερβολικά επιδεικτικός
9. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ὑβρισμένα
οι σωματικές βλάβες, οι κακώσεις
10. φρ. α) «ὑβρίζω ἐπί τινα» — αλαζονεύομαι για την νίκη μου εναντίον κάποιου (Ευρ.)
β) «ὑβρίζομαι τὰς γνάθους» — κακοποιώ τα μάγουλα» (Αριστοφ.).