ἐπιστρεπτικός: Difference between revisions
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epistreptikos | |Transliteration C=epistreptikos | ||
|Beta Code=e)pistreptiko/s | |Beta Code=e)pistreptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπιστρεπτική, ἐπιστρεπτικόν, [[reflexive]], [[capable of returning]] to its source, δύναμις Procl.''in Prm.'' p.607S.; ἐ. πρὸς ἑαυτό Id.''Inst.''15; <b class="b3">κλητικὸν εἰς ἑαυτὸ καὶ ἐ.</b> Herm. in ''Phdr.''p.65A.: Comp., Dam.''Pr.''77. Adv. [[ἐπιστρεπτικῶς]] ib.221:—also as ''Glossaria'' on [[ἐπιστροφάδην]], Eust.1956.49. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:36, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπιστρεπτική, ἐπιστρεπτικόν, reflexive, capable of returning to its source, δύναμις Procl.in Prm. p.607S.; ἐ. πρὸς ἑαυτό Id.Inst.15; κλητικὸν εἰς ἑαυτὸ καὶ ἐ. Herm. in Phdr.p.65A.: Comp., Dam.Pr.77. Adv. ἐπιστρεπτικῶς ib.221:—also as Glossaria on ἐπιστροφάδην, Eust.1956.49.
German (Pape)
[Seite 985] ή, όν, was bewirkt, daß man in sich geht, sich ändert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιστρεπτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ κάμῃ τινὰ νὰ συνέλθῃ, Εὐστ. Πονημ. 121. 79. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ἐπιστροφάδην, αὐτόθι, 74. 4. 2) ἐπ. πρὸς ἑαυτό, ἱκανὸν νὰ στρέψῃ πρὸς ἑαυτό, Πρόκλ. Στοιχείωσις Θεόλ. 15.
Greek Monolingual
ἐπιστρεπτικός, -ή, -όν (AM) επιστρέφω
αυτός που έχει τη δύναμη να επιστρέψει, να αλλάξει κατεύθυνση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιστρεπτικόν
αλλαγή κατεύθυνσης, επιστροφή
μσν.
αυτός που συντελεί ώστε να μετανοήσει κάποιος («ἔνθα μὲν φίλος ἐλέγχει, ἐκεῖ πάντως καὶ ἡδὺς ὁ ἔλεγχος καί... ἐπιστρεπτικός», Ευστ.).