εἰδύλλιον: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
(CSV import) |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />petite poésie, poésie fugitive, idylle.<br />'''Étymologie:''' [[εἶδος]]. | |btext=ου (τό) :<br />[[petite poésie]], [[poésie fugitive]], [[idylle]].<br />'''Étymologie:''' [[εἶδος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:28, 8 January 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of εἶδος 11: short, highly wrought descriptive poem, mostly on pastoral subjects, as those of Theoc., Bion, Mosch., idyll, Sch. Theoc.Proll., cf. Plin.Ep.4.14.
Spanish (DGE)
-ου, τό
dim. de εἶδος idilio, breve poema narrativo Sch.Theoc.proem.p.5.7, 10, cf. Plin.Ep.4.14.9, Soz.HE 6.25.5, Anecd.Ludw.63.5.
German (Pape)
[Seite 724] τό, dim. von εἶδος, das Bildchen, ein kleines, zierliches Gedicht, meist ländliches Inhalts, wie die des Theocr., Bion u. Mosch.; nur bei Gramm.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite poésie, poésie fugitive, idylle.
Étymologie: εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
εἰδύλλιον: τό маленький образ, картинка (преимущ. из сельского быта), идиллия (τὰ τοῦ Θεοκρίτου εἰδύλλια).
Greek (Liddell-Scott)
εἰδύλλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ εἶδος, βραχύ, ἐξόχως ἐπεξειργασμένον, περιγραφικὸν ποίημα, τὸ πλεῖστον ἐπὶ βουκολικῶν ὑποθέσεων· τοιαῦτα εἰδύλλια ἔγραψαν ὁ Θεόκρ., ὁ Βίων καὶ ὁ Μόσχ., πρβλ. Πλιν. Ἐπιστ. 4. 14.
Greek Monotonic
εἰδύλλιον: τό, υποκορ. του εἶδος, σύντομο περιγραφικό ποίημα, που σχετίζεται κυρίως με βουκολικά θέματα, ειδύλλιο, ποιμενικό ειδύλλιο, σε Θεόκρ. κ.λπ.
Middle Liddell
εἰδύλλιον, ου, τό,
Dim. of εἶδος: a short descriptive poem, mostly on pastoral subjects, an idyll, Theocr., etc.
Mantoulidis Etymological
(=μικρό περιγραφικό ποίημα μέ ποιμενική ὑπόθεση). Ὑποκοριστικό τοῦ εἶδος ἀπό τό εἴδω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.