νασμός: Difference between revisions
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
(CSV import) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nasmos | |Transliteration C=nasmos | ||
|Beta Code=nasmo/s | |Beta Code=nasmo/s | ||
|Definition=ὁ, (νάω) | |Definition=ὁ, (νάω) [[flowing: stream]], [[spring]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span> 225</span> (anap.), <span class="bibl">653</span>; φοινισσομένην αἵματι... νασμῷ μελαναυγεῖ <span class="bibl">Id.<span class="title">Hec.</span> 153</span> (anap.); εὐδρόσοισι Κασταλίας ν. <span class="bibl">Aristonous 1.43</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 14:38, 9 December 2022
English (LSJ)
ὁ, (νάω) flowing: stream, spring, E.Hipp. 225 (anap.), 653; φοινισσομένην αἵματι... νασμῷ μελαναυγεῖ Id.Hec. 153 (anap.); εὐδρόσοισι Κασταλίας ν. Aristonous 1.43.
German (Pape)
[Seite 230] ὁ, das Fließen, der Quell; τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι, Eur. Hipp. 225, vgl. 653; νασμῷ μελαναυγεῖ, Hec. 154; Antp. Sid. 23 (VI, 287).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
courant d'eau, source, ruisseau.
Étymologie: ναίω.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
νασμός: ὁ, (νάω) ῥεῦμα, ῥύαξ, πηγή, Εὐρ. Ἱππ. 225, 653· φοινισσομένην αἵματι..., νασμῷ μελαναυγεῖ ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 154.
Greek Monolingual
νασμός, ὁ (Α)
ροή, ρους, ρεύμα, ρυάκι, πηγή («τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι;», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναF-εσμός < νάω «ρέω»].
Greek Monotonic
νασμός: ὁ (νάω), ρεύμα νερού που κυλά, ρυάκι, σε Ευρ.
Middle Liddell
νασμός, οῦ, ὁ, [νάω]
a flowing stream, a stream, Eur.