ἄκμητος: Difference between revisions
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=ἀκούραστος). Ἀπό τό α στερητ. + [[κάμνω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κάμνω]]. | |mantxt=(=[[ἀκούραστος]]). Ἀπό τό α στερητ. + [[κάμνω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[κάμνω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, Lyr. ἄκματος S.Ant.609 Jebb, A = ἀκμής, unwearied, ποσίν h.Ap.520, Onos.10.5. II not causing pain, Nic.Th.737.
Spanish (DGE)
-ον
I 1 infatigable ἄκμητοι λόφον προσέβαν ποσίν h.Ap.520, ἄ. σώματα Onas.10.5.
2 que no produce dolor τύμμα Nic.Th.737, ἄ. καὶ ἀνώδυνος Nic.Th.820 (ap.crít.).
3 de hoja perenne περσ<ε>ίη GDRK 60.2.12.
II adv. ἀκμήτως = incesantemente Procl.in R.2.162.
German (Pape)
[Seite 75] 1) unermüdet, Hom. h. Ap. 520; Orph. Arg. 361. – 2) schmerzlos, Nic. Th. 737 τύμμα.
Russian (Dvoretsky)
ἄκμητος: неутомимый HH.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκμητος: -ον, (κάμνω) = ἀκμής, ἀκούραστος, ποσίν, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 520. ΙΙ. ὁ μὴ προξενῶν κόπον, Νικ. Θ. 737.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
ἄκμητος: -ον, Λυρ. ἄκματος (κάμνω) = ἀκμής, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=ἀκούραστος). Ἀπό τό α στερητ. + κάμνω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα κάμνω.